29.12.08

Πάμε άλλη μια γύρα



Κοκκίνισαν και πάλι οι εμμονές μου
Ανάψανε τρελά λαμπάκια που αναβοσβήνουν
Μπροστά μου δε βλέπω τίποτα
Παρά μόνο σειρήνες σε σκοτάδια
Ο ήχος τους ματώνει τ’ αυτιά μου
Σιγά που θα έβαζα άλλα χρώματα στις μέρες μου
Κόκκινες και μαύρες όλες τους
Να βουτάνε χωρίς ανάσα στις στιγμές
Με τα πινέλα τους
Μουτζούρες. Αηδίες.
Ανακατέματα χωρίς σχήμα.
Έλλειψη συμβιβασμού ή ανικανότητα;
Ζωγραφίζεις τη ζωή σου και μπαίνεις μέσα
Ή την αφήνεις να σε ζωγραφίζει μόνη της
Έστω και ακατανόητα, άμορφα ή άσχημα.
Βαριέμαι.
Κι όποτε βαριέμαι οι εμμονές
Τρέχουν του σκοτωμού
Αφήνοντάς μου τη σκόνη τους
Για να θυμάμαι πως κάτι περίμενα
Που δεν ήρθε ποτέ
Που ήρθε αλλιώς
Που ήρθε αλλά ήμουν εγώ αλλιώς
Η ίδια βαρεμάρα
Η ίδια ανυπομονησία του τέλους
Να με φέρνει ένα βήμα μπροστά του
Κοιτάζοντάς με, με την ίδια έκπληξη
Στο είχα πει.
Αμετανόητη προπέτης του τέλους είμαι
Κι εσύ προβλέψιμο παιχνίδι αρχής.




Κάποτε θ΄αλλάξουν οι εποχές κι ο νέος χρόνος θα ξεπλύνει το αίμα...

2.12.08

Όλα

Γυρνάς σε ήχους, πρόσωπα, αγγίγματα
μεταβλητή η ύπαρξή σου
αλλάζει τις σταθερές
χάνεται η ομορφιά στην ανάγκη
της διαφάνειας;
χάνεται ο ρομαντισμός
στις στιγμές της απογύμνωσης;
πότε θα μάθω πού παίζω;
όταν η γλύκα γίνεται θλίψη
όταν η θλίψη γίνεται σκληράδα
όλα κλείνονται μέσα
κι εγώ ίσως να θέλω να κλειστώ
ανάμεσα στα χέρια που απλώνεις
στο σώμα που γέρνεις πάνω μου
κουμπώνοντας τις λέξεις στην παράνοια
μιας αιφνίδιας ταύτισης

25.11.08

Φτάνει

Μιλάς, μιλάς.
Κροταλίζεις τις απαιτήσεις σου.
Πλαταγίζεις το μίσος σου.
Μιλάς, μιλάς, μιλάς.
Η εικόνα σου εκτιμήθηκε... ψεύτικη...
Την πουλούσες ολούθε για αυθεντική.
Μιλάς, μιλάς...

Δε σ’ ακούω πια.
Παίρνεις το θλιμμένο μου βλέμμα και το κομματιάζεις.
Το μασάς.
Και το φτύνεις πάνω μου με το σάλιο σου καθώς μιλάς.
Και συνεχίζεις…
Ο οχετός των λέξεών σου δεν έχει τελειωμό.
Αντλία απ’ τον πυθμένα του εγώ σου.
Έλεος!
Φτάνει πια!

Σ’ αγαπούσα.

12.10.08

Το φλογισμένο κλάμα τ' ουρανού


Μα το οργισμένο βλέμμα τ’ ουρανού!
Κατακεραύνωσε τη γη στα πόδια μου
κι εγώ το έβλεπα στις ειδήσειςως ένα κοσμικό δελτίο.
Παρατράβηξε το αστείο.
Όσο αρνούμαι τις επικλήσεις
κατακερμάτισε τη γη στα σπλάχνα μου.
Μα το φλογισμένο κλάμα τ’ ουρανού!
Εδώ δεν έχει αύριο
εδώ φυτρώνει πάτριο
υβρίδιο μιας χρήσης
αλλότριο της φύσης.
Παρατράβηξε το αστείο.
Μα είναι αργά πια για δεήσεις.
Θα μένω γυναίκα άγονη
νιότη μου
καταδικασμένη γη θανατικού.

14.9.08

Στη σοφίτα

Εδώ. Ξαπλωμένη στη σοφίτα
Ανοίγω το παράθυρο ν’ αερίσω τη θλίψη και το θάνατο.
Ν’ ανακατευτεί με τις νεκρές φολίδες του δέρματός μου
που έχουν γεμίσει σκόνη το κρεβάτι.
Το αεράκι με τρυπά για να μ’ αναστήσει.
Αέρας θαλασσινός, φερμένος απ’ το Βορρά.
Η ανατριχίλα μου προκαλεί πόνο.
Φωνάζω τις ιερές αέρινες σταγόνες νερού κι αλμύρας να με λυτρώσουν
γλιστρώντας απ’ τα μάτια μου.
Μα τα βλέφαρα παραμένουν πεισματικά, νεκρίκια στεγνά.
Τι όμορφο να μπορούν να κυλούν τα μάτια σου!
Απλώνω το βλέμμα μου από το παραθυράκι
με μόνη θέα το φεγγάρι, τη θάλασσα κι ένα τεράστιο πεύκο.
Να υψώνεται απ’ τα βάθη της γης στον ουρανό.
Εκεί στέκει και ξεκουράζεται. Στην κορυφή.
Από τ’ ακουστικό σε συνεχή επανάληψη ο Ήλιος θεός με περιγελά.
«...Και χωρίς τα φτερά δε φοβάμαι...λευτεριά στους ανέμους ζητάω»
Από το ένα αυτί μόνο μη χάσω τον ήχο του κύματος, του αέρα, της γης.
Ξαφνικά νιώθω υγρή.
Καμιά σκέψη δεν προκαλεί το υγρό του έρωτα.
Το νιώθω σε όλο μου το κορμί.
Μα αυτή τη φορά δεν αναζητώ τη λύτρωση.
Ο ερωτισμός μου είναι βαθύς, απόλυτος κι ακραία μοναχικός.
Κανένα χέρι δεν τον οδηγεί.
Καμιά μορφή δεν τον εξουσιάζει.
Βγαίνει απ’ τα βάθη της μήτρας
Σπάει τα νερά του πλακούντα για να γεννηθεί.
Και το υγρό είναι αλμυρό.
Ποιος είπε πως μόνο τα μάτια δακρύζουν;

6.7.08

Ξεπορτίσματα

Μόνο ο πόνος της απώλειας, της έλλειψης
κυλάει στους νευρώνες μου.
Πώς να ποθήσω αυτό που δεν έζησα;
Πώς να αναζητήσω το φιλί
που δεν έχει λιώσει στο στόμα μου;
Δεν έμαθα να ζω με αναμονές.
Ούτε να περιμένω κάλεσμα
σ’ ένα τραπέζι έρωτα
με άγνωστο οικοδεσπότη.
Τι κι αν ξέρεις τον άνθρωπο.
Δεν ξέρεις το φύλο.
Πώς να δείξω το θηλυκό μέσα μου
όταν από μόνο του επιλέγει πού θα βγει;
Όταν βγει, βγαίνει ξεκάθαρα.
Δεν έμαθε να ζει με προσμονή.
Μόνο, να, καμιά φορά ξεχνάει να γυρίσει.
Από κει που δόθηκε με πάθος,
που άγγιξε, είδε, ένιωσε, έδωσε.
Από κει που το δέχτηκαν με πάθος,
το άγγιξαν, το είδαν, το ’νιωσαν, δόθηκαν…
Κι ύστερα τίποτα και τα πάντα.
Λάθη, μερίδια ευθυνών, αποδοχή
απομάκρυνση.
Η κοινή αποδοχή οδηγεί στην ταύτιση.
Και γίνονται ένα δυο άνθρωποι ελεύθεροι.
Δυο φύλ(λ)α ένα αρσενικό και ένα θηλυκό.
Τι κρίμα να σπανίζει τόσο η ομορφιά.
Να, καταλαβαίνεις γιατί δε μπορώ να σε νιώσω;
Πρώτα μιλάει το θηλυκό μέσα μου
κι ύστερα ξεπορτίζει το είναι μου.
Όταν αλητεύει πρώτα το είναι μου
ξέχνα το θηλυκό.
Τώρα θα μου πεις, εσύ πώς να το ξέρεις;
Εσύ λειτουργείς αλλιώς.
Πρώτα ανιχνεύεις το είναι
και μετά ζητάς το θηλυκό.
Μόνο που εγώ την ώρα που μιλώ ανιχνεύω ξεπορτίζοντας.
Κι όταν σου μίλησα το θηλυκό έμεινε πίσω.
Μπορείς να το αποκαλέσεις σνομπ. Ναι.
Που δεν εμφανίζεται.
Δε χρειάζεται επιβεβαίωση.
Έχει απολύτως επιλεκτική ανάγκη.
Και ξεροκέφαλο, ναι.
Που δεν αλλάζει γνώμη.
Αλλά όταν ανιχνεύεις το είναι μου
για να βρεις το κλειδί για το θηλυκό
δε θα γνωρίσεις τίποτα
παρά μόνο παραπλανητικές κρυψώνες.


24/5/2007

12.6.08

Προστασία διαλυμμένου φελού... κρασί ντε!!!

Τώρα πια που τα βράδια δε σου γράφω στο σκοτάδι
με τα δάχτυλα βδέλλες πάνω στο πληκτρολόγιο
να στάζουν γυναικείες μυρωδιές
σχηματίζοντας κρυστάλλους αρσενικού σχήματος…
Στον παλμό σου να δονούνται υγρά πανιά
ξέχειλες τέμπερες
ξέχειλες λέξεις
σε ποιον να ψιθυρίσω;
Για ποιον υγρά να ζωγραφίσω;
Με σχήματα ρευστά κι όχι ξεραμένους λεκέδες
στο παλτό μου, στην καρέκλα, στο, στο…
Τώρα που τα βράδια δε σου γράφω στο σκοτάδι
αφήνω το στυλό να γλιστράει κάτω απ’ τη φλόγα
του κεριού στο σεκρετέρ
Αυτή η μόνιμη φλόγα που φεγγίζει
στα κλειστά μου παραθυρόφυλλα
διαπερνάει τις κουρτίνες… δε βγαίνει πια κόκκινη.
Χάλκινη ξετρυπώνει
καλογυαλισμένη σωλήνα εξαγωγής
υδρατμών, υγροποιημένων αερίων.

Δε σου είπα.
Διαβάζω ποίηση.
Παράξενο, ε;
Μ’ ένα κρασί φίλτρου
προστασία διαλυμένου φελλού.
Πού ήσουν εσύ;
Στο ψυγείο μου τα Χριστούγεννα κόλλησα καινούριο μαγνητάκι…
«δεν υπάρχει καλύτερος φίλος από έναν καλό φίλο με σοκολατάκια»…
-ή κάπως έτσι, βαριέμαι να πεταχτώ στην κουζίνα-
Τρούφες παρακαλώ…
ήθελα να σου πω πως τις προτιμώ από κείνα με γεύση μέντας.
Δε σου είπα πως… τελικά άλλος τις έφερε…
Γιατί δε στο ’δωσα.
Σε είδα, μα δε στο ’δωσα κι ούτε στο είπα ποτέ.
Σου είπα μα δεν είδες
το γέλιο μου στραπατσαρισμένο να βγαίνει
κόλλα χαρτί ατσαλάκωτο απ’ την πρέσα
-αχ μη γελάς, εκεί το ’βαλα-
και το βλέμμα μου…
χείμαρρος.
Ιππεύει φραγμούς
ξερνάει αφρο νόητα
καταπίνει σπασμολυτικά δυσνόητα
και χάνεται…
χάνεται σ’ αστροθαλάσσιους κυκλώνες…
Θα το δεις προτού ζαλιστεί και ξαναπέσει νεκρό;

18/4/2207




Κέρινα τα δάκρυα στα μάτια
παγωμένα
να μιλήσουν δεν μπορούν
κι οι θύμησες σαν κρύσταλλοι...



Αφιερωμένο όπως και τότε στην justawoman
στους φίλους, τις κακές συνήθειες και τις αναμνήσεις... αυτές τις μικρές που φέρνουν άρρηκτους συνειρμούς κι από σκέψεις και εικόνες γίνονται ζωή!

30.5.08

Η σκάρα




"Πλησίασαν τα όρνια, μυρίστηκαν κουφάρι".


Είδα τη σκάρα ν’ αφήνεται ελεύθερη ξανά
Δεν προνόησε η φύση χώματα
το θάνατο για να σκεπάζει.
Τροφή τον έδωσε
για λεύτερα πουλιά.

25.5.08

Θανατηφόρα καμπύλη



Ο πόνος μας θρέφεται απ’ τις ενοχές
ψημένος αντικριστά σαν ζώο στη φωτιά γδαρμένο.
Άλλοι το τρώνε καυτό
κομματάκι – κομματάκι το κόβουν με μαχαίρι όσο ψήνεται,
άλλοι περιμένουν να κρυώσει
γιατί τους καίει τόσο πολύ που δεν τ’ αντέχουν
κι αυτή η αναμονή θεριό που μεγαλώνει στο κοίταγμα
κι όλο τρέμουν
κι όλο σαπίζει
τόσο που ένα επιδερμικό άγγιγμα τους μολύνει
όλο αγριεύει τα χέρια
παραμορφώνει την όραση.
Αχ πώς!
Πώς να ημερέψουν στη σιωπή;
Τα δάκρυά σου αφήνονται σε καταρράκτες
κινήσεις αμετάκλητες.
Δεν έχει σημασία ποιος σε σπρώχνει σ’ εκείνη
τη θανατηφόρα καμπύλη
παρά μόνο ποιον θα μπορούσες να αγκαλιάσεις με το σώμα σου
την ορμή του να μειώσεις.
Μα πώς;
Σε στιγμές κινδύνου που πρώτη φορά κανείς ζει
το δικό του σώμα αγκαλιάζει να προστατευτεί.
Ένα παιδί δεν ξέρει.
Κι όταν μεγαλώνει κομματιάζεται
σε "θα"
που γίνονται θάνατοι.

25.4.08

Μια πέτρα σε ανηφόρα

Σαν να συντονίστηκα απόψε
κι ό,τι ακούω με κυλά
σαν πέτρα σε ανηφόρα
με κόπο σαν εκατόχρονη γριά
Σαν όλοι να ξέρανε τι έζησα
τι ένιωσα
το χειμώνα που ο Χάρος
παίρνει το δρεπάνι και θερίζει
καρπούς που καλοκαίρια σπείρει
σαν όλοι να ξέρανε και το τραγούδησαν
το πήραν από μένα
δεν κυλά η πέτρα στην ανηφόρα
ποιος άλλαξε τη φύση
πώς να μείνω πια εδώ
Λάθος, όλα λάθος
μου καίνε το στόμα
κι ένα δρεπάνι που δεν κόβει
τα σιτεμένα
μα ορέγεται τ’ άγουρα
σ’ έναν κόσμο που πια δεν μεγαλώνει
Λάθος, όλα λάθος
σε μια εξίσωση που δεν το βρίσκω
κι όλο λέω δε με νοιάζει
που βρωμάει το στόμα μου
κι η ανάσα μου μολύνει
σκόνη, βροχή και λέξεις.
Πόρτες ανοίγω
τις κλείνει ο αέρας
απότομα και με τρομάζει
τούτος ο αέρας
δέντρα ξεριζώνει
κι όλο λέω δε με νοιάζει
που ό,τι έχει ζωή νεκρώνει.



Καλή μας Ανάσταση

3.4.08

Κλωτσομπατσάκια και κυρίλα

Τι ψάχνεις τώρα…
Τ’ απογεύματα κατεβαίνω κυριλάτη στην πλατεία.
Χαμηλοκάβαλο παντελόνι,
μπότα στιλέτο…
Κι ας χαλάω την εικόνα με μια μπίρα στο χέρι
απ’ το περίπτερο κι ένα στριφτό στο άλλο.
Μ’ απορρίπτουν τ’ αλητάκια της πλατείας.
Δε μ’ αναγνωρίζουν…
Τα βράδια όμως ντυμένη στα ξεβαμμένα μαύρα
φορώντας αρβυλάκια
τριγυρίζοντας ύποπτα κρατώντας τσίλιες
Κι ύστερα αμέριμνα …πάνω στην τσάντα με τους λοστούς
Χωρίς ταυτότητα.
Πάμε μια βόλτα απ’ το τμήμα.
Εξακρίβωση στοιχείων
Ναι εγώ είμαι…
Το πρωί σου ασκώ πίεση
αλλοδαπούς να προστατέψω απ΄τον ξυλοδαρμό
Δε μ’ αναγνωρίζεις…
Ναι ρε φίλε, το βράδυ τριγυρνώ με τα πρεζάκια
κάτι αλητάκια πιτσιρίκια ψυχούλες
αναμεσίς στις συμμορίες
-τ’ άλλα
με τα μαλλιά καρφί και κολαριστά ρούχα
και μπαρμπάδες μπάτσους-.
Τι ψάχνεις τώρα.
Τα μέσα μου στραπατσαρισμένα
απλώθηκαν στη μούρη μου.
Κάτι πρωινά τα παιδιά με φωνάζουνε κυρία,
κάτι άλλα ταράζω συνειδήσεις απ’ το μικρόφωνο
πετώντας νούμερα κι ιστορίες ματωμένες…
Ναι ρε. Εγώ ήμουν που διέλυσα τη ζωή μου
για να κερδίσεις ένα κωλόχαρτο παραμονής.
Που ’στελνα έγγραφα διαμαρτυρίας
τα δικαιώματά σου να διαφυλάξω.
Τώρα που την ξαναμαζεύω εσύ καταπατείς τα δικά μου.
Τι πουτάνα που ναι η ζωή…
Όχι ρε κουφάλα.
Δεν έμαθα ποτέ να κοιτώ με χαμηλωμένα μάτια
Ούτε να κάνω ότι δουλεύω όταν δεν έχει δουλειά
Ούτε να δείχνω γενικώς…
Κάνω… όλα φανερά. Όχι κρυφά.
Ναι; Δε σ’ αρέσει η γλώσσα μου;
Δεν πειράζει.
Εγώ προτιμώ να χω καθαρή τη γλώσσα της ψυχής
για να μπορεί να χτυπά η καρδιά της συνείδησης.
Κι ας κουράζομαι.
Να παλαντζάρω στ’ άκρα μου…
Μέσα στην ίδια μέρα, κάθε μέρα.
Το πρωί κλωτσομπατσάκι γραμματέας
Τ’ απόγευμα κυρίλλα ιδιαιτέρα
για το φαίνεσθε του life style
Λούζομαι όλα τα στυλ.
Στα ενδιάμεσα μέλος επιστημονικών επιτροπών…
γνώστης ιδιότυπων εχθρών…
Τ’ απόγευμα εργάτρια παραγωγής..
Το ξημέρωμα εγώ γυμνή
χωρίς ταυτότητα
και πάμε απ’ την αρχή.
Ναι. Σε πολλά άκρα βρίσκομαι.
Ποτέ δεν απέκτησα στάμπα προέλευσης.
κι ας με περνάνε συχνά από έλεγχο.
Για να με χαρακτηρίσετε θα πρέπει
να με γεμίσετε σφραγίδες,
ημερομηνίες σφαγής, ημερομηνίες λήξης.
Όχι ρε πούστηδες.
Δε χωράνε όλες στο κορμί μου.



16/4/2007

14.3.08

Μετατοπίσεις


Ξέρεις, είπες
κι έπιασες τις ακτίδες του ήλιου κάνοντας γύρω γύρω όλοι
εκσφδονίζοντάς τον σ’ άλλο γαλαξία.
Κι εγώ προσφέρω χοές και τάματα χίλια
να ξαναγυρίσει έστω και στραπατσαρισμένος.
Σε βλέπω, σκέφτηκες
και μετατόπισες το άστρο μου
να μη βγαίνει πρώτο κάθε αυγή
να μη σβήνει τελευταίο κάθε βράδυ
κι αφού έστειλες τον ήλιο
παρέταξες μπροστά του σύννεφα χίλια
διατάζοντάς τα να μετακινούνται μόνο μεταξύ τους.
Κι έλιωσα τ’ αστέρι μου
και στερέωσα την άκρη του στο χέρι μου
κι έκαμα γέφυρα να περνώ.
Σε διαόλισε η ύβρις
εσένα που την απάθεια τη δίδαξες καλά
σ’ όλο το σύμπαν αιώνες τώρα
δίνοντας μόνο συντεταγμένες υπολογισμένης αντίδρασης
και φύσηξες τέτοιο αέρα μανιασμένο
που ούτε ο Δίας στην εποχή του δε μπορούσε να διατάξει.
Ξεριζώθηκαν όλα
σκόρπισαν όλα
μετακινήθηκαν όλα
μιικρά και μεγάλα.
Κι ούτε ένα θρηνοπούλι δε λαλεί για την καταστροφή.
Ούτε μια μάνα δε μοιρολογά τραγουδώντας
πνίγοντας τα δάκρυά της
μόνο απόμεινε να στενάζει στον ύπνο της τα βράδια.
Ξέχασες πως το’ χα πει
ανεμόσκονης ύλη είμαι
και διέταξα να ξαναγίνω
κι έζησα
Κανείς ποτέ δεν κατάλαβε.
Στα μόριά μου γραμμένα όσα έζησα
όσα ξέχασα κι όσα θα ζήσω
μια καμιά λέξη, ούτε συναίσθημα, ούτε εικόνα
μπορεί να τα μεταδώσει
κι έτσι τα κατάφερες.
Στη μοναξιά μου κλαίω
και ξεχύνονται ποταμοί
να ξαναγράψουν την ιστορία μου
που τα όνειρα μου τη στερούνται πια τα βράδια.

20.2.08

Πες μου αν έρχεσαι







Είναι που θέλω όλο το αύριο να κλείσω
σε μια στιγμή που δεν την έζησα ποτέ.
Βαθύ σκοτάδι με τυλίγει και με δίνει
σε μια αγκαλιά που χέρια δεν απλώνει.
Είμαι ένα κλάμα που κανείς δεν του γελάει.


Πες μου αν έρχεσαι.

Είναι που θέλω όλη τη θάλασσα ν' αντλήσω
και τα ταξίδια της ψυχής μας να αρχίσω.
Πες μου αν έρχεσαι.
Είμαι γιατί που δεν το ρώτησες στα χρόνια,
είμ' η απάντηση που σβήνουνε τα χνάρια της τα χιόνια.
Πες μου αν έρχεσαι.

Είναι η νύχτα που κάθε βράδυ μου μιλάει
σαν ένας ψίθυρος αρχέγονος και μέσα μου ζητάει
να σ΄αγαπήσω όσο το φως που κάθε μέρα συναντάει.
Πες μου αν έρχεσαι.

Είμαι μαχαίρι κοφτερό που σκίζει αυτό τον κόσμο*
σ' άλλο παράλληλο σε ψάχνει και ματώνει
σε κάθε φέτα που ανοίγει κι έχεις φύγει
σ' άλλο πιο κάτω μα το σύμπαν δεν τελειώνει.
Πες μου αν έρχεσαι.

Είσαι κορμός χιλιόχρονος που κόπηκε στη μέση
απ΄το τσεκούρι μιας αλήθειας που δε φτάνει
και μας πλακώνει.
Είσαι μια λέξη που δεν έχει μεταφράσει άλλος κανείς
ανέγγιχτη και πρόστυχη στο στόμα της ψυχής.

Πες μου αν έρχεσαι
ο χρόνος μου τελειώνει.
Νιώθω απόψε κρασί που θα μεθύσει
όλα τα όχι σου με ναι να τα ποτίσει.
Ανάθεμά σε
πες μου αν έρχεσαι
να μείνω εδώ και να με βρεις.


Πες μου πως έρχεσαι.



* το μαχαίρι που κόβει παράλληλους κόσμους
είναι ιδέα που καταγράφτηκε στην τριλογία
του
Φίλιπ Πούλμαν "Το αστέρι
του Βορρά" , «Το κεχριμπαρένιο Τηλεσκόπιο» και ο
«Ο άρχοντας των δύο κόσμων».

1-4-2006




Μελοποίηση TASSO

15.2.08

Ένα τικ εισπνοής


Όχι.
Δεν είναι απαισιοδοξία η γνώση.
Καλά ας δεχτώ «η πρόγνωση».
Τα σημάδια είναι τόσο ορατά
όσο ένα μαύρο πουλί που πετάει τόσο χαμηλά
που μπορείς να δεις ακόμα και το βλέμμα του.
Οιωνός;
Όχι. Δεν είμαι μάντισσα.
Δεν κατέχω το χάρισμα ιέρειας.
Όχι. Μια ρομαντική, αθώα κι αθεράπευτα πραγματίστρια είμαι.
Βλέπω τα σημάδια κι ερμηνεύω τα γεγονότα.
Τα κεκαλυμμένα γεγονότα.
Μπορείς να τα ονομάσεις και παραποιημένα.
Η ερμηνεία δεν είναι τίποτα άλλο από έναν απλό συνδυασμό.
Σκέψης δικής σου, της πληροφορίας και της ανταλλαγής της.
Όχι, ούτε φιλόσοφος είμαι. Ούτε αναλύτρια.
Δεν έχω χρόνο να εντρυφήσω σε πηγές.
Επιφανειακά τ’ αγγίζω όλα καλή μου. Επιφανειακά.
Μη διαμαρτύρεσαι.
Δε χρειάζεται εγώ να φτάσω μέσα στα γεγονότα.
Τα γεγονότα είναι μέσα μου.

Κι η πίστη στην ερμηνεία δεν είναι παρά ένα τικ.
Σαν ένα τικ δίπλα σε μια λίστα εκκρεμοτήτων διαίσθησης..

Τσακ! ν
Πάει κι αυτό.
Έγινε.

Έχω το χάρισμα; Όχι. Ούτε αυτό είναι.

Όταν το είχα το έχασα.
Κάπου θα το ξέχασα αλλά δε μπόρεσα ποτέ να θυμηθώ πού.
-να, είδες που αυτό δε σε εκπλήσσει;-
Κι ας έψαξα πολύ.
Απόκαμα κι έγειρα στ’ απομεινάρια της θύμησης.
Η μυρωδιά μονάχα έμεινε στα ρουθούνια μου.
Με πλημμυρίζει προκαλώντας μου ειρωνικούς μορφασμούς.
Κι ένα τικ εισπνοής.
Κι όσο μ’ αρέσει η σκοτεινά
έχω αυτόν τον αναθεματισμένο ήλιο από πάνω μου
να με ζαρώνει μισοκλείνοντας τα μάτια μου.

Η άρνηση μου πρόσθεσε άλλο ένα τικ.

Όμως, εντάξει. Το παραδέχομαι.
Με κλειστά μάτια βλέπω καλύτερα.
Ναι. Είδες τι ειρωνεία;
Επιλέγω το σκοτάδι και με βρίσκει το φως.




Αφιερωμένο στη Μαργαρίτα που με γεμίζει φως

27.1.08

Πες μου ξανά τι πέρασες



Πες μου ξανά τι ένιωσες,
το ξέρουνε τα κύτταρά μου.
Πες μου λοιπόν πως ένιωσες
θέλω λίγο ακόμα
ν’ ακούσω τα λόγια σου
να καταλάβω τις λέξεις σου
απ’ τις δικές μoυ να τις ξεχωρίσω.

Πες μου ξανά τι πέρασες.
Ποια έννοια σου μεταλλάσσει το κορμί
ποιος λογισμός σου κρύβει θάνατο
ποιος παραλογισμός σου κλέβει τη χαρά
ποιος πόνος σε σπρώχνει στο μπαλκόνι
να αιωρείσαι στο κιγκλίδωμα
με σώμα ελαφρύ
και το μυαλό σου τόνος.
Κι ο φόβος άυλος σε σώνει
τη στιγμή που σε διαχέει
σε γεμίζει και σε σπρώχνει
ένα βήμα πίσω.


Ένα βήμα πίσω.
Μα η ζωή ακόμα πνιχτή
σαν υγρασία που σε μουχλιάζει.
Και δεν αναπνέεις.

Τίποτα δεν έχει σημασία πια
Ώσπου να ρθει το δεύτερο βήμα.
Προς τα πίσω κι αυτό,
με την πλάτη γυρισμένη στο παρόν
ξέρεις πως η βουτιά που δεν έκανες
δε σε γλιτώνει
μα σε πεισμώνει
ένα όνειρο πεθαμένο ν’ αναστήσεις.

Δεν το ήξερες;
Τα πεθαμένα όνειρα πίσω μας πάνε κι αυτά.
Ζωντανούς μας βάζουν στο μνήμα τους
να τα θυμιάζουμε ασταμάτητα.
Κι αυτή η μυρωδιά
νεκροφάνειας
ποτίζει τον ιδρώτα σου
και θέλει χρόνια να αποβληθεί.
Πόσα χρόνια Θε μου χαμένα.


Ο θάνατος με βία πρέπει να ‘ρθει
αλλιώς μας στέλνει μπίλιες.
Εμείς νομίζουμε πως παίζουμε
κι αυτός απλά χαμογελά σκανταλιάρικα.
Εκείνος ξέρει να περιμένει
αφήνοντάς σε να νομίζεις πως κερδίζεις
καθώς τις στέλνεις να κυλήσουν
και να σπρώξουν τις άλλες.
Τίποτα χωρίς κόπο δεν κερδίζεται
μα τίποτα με κόπο δεν ζει.


Πες μου ξανά.
Αυτό δεν πέρασες;

18.1.08

Ενδοεπικοινωνία


«Κουράστηκα» λέω και βγάζουν τα γράμματα
μαστίγιου ήχους στριγκούς.
Δε φοβάμαι πια ούτε το ματοτσίνορο τ’ ουρανού
κι ας στέκομαι μπροστά στην κόρη του
εποφθαλμιώντας στην υγρασία της να στάξω τ’ αμπέχονο της γης.
Λατρεμένο μου πνεύμα οξύ, μολύβι ακονισμένο σε θαυμάζω.
Μα η απορία μου απλώνεται πιο πέρα απ’ το ηλιακό μας σύστημα,
εκείνο που φωτίζεις.
Γιατί το μαγαρίζεις;
Οργή, χολή κακία κι ειρωνείες το σύμπλεγμα της ματαιότητάς σου.
Δε με φοβίζεις.
Ούτε απορώ πια πως γίνεται ν’ αντιλαμβάνομαι αυτά που δεν κατανοώ
με τέτοια ορμή που με κάνει μεγαλύτερη.
Γεμίζω την καλοσύνη και σε μικραίνω
ώσπου σ’ εξαφανίζω σαν τα ρυπαρά ρυάκια που χύνονται στον ωκεανό.
«Κουράστηκα» λέω και τρώω μια σοκολάτα.


Αργά τη λιώνω στο στόμα μου γελώντας με τις φροϋδικές αναλύσεις.
Η καρδιά μου είναι σαν τη μήτρα μου.
Γύρω της επιδίδονται σ΄ αγώνα ταχύτητας τα ρωμαλέα σπερματοζωάρια
μα κανένα δεν αφήνω να κερδίσει αν δεν έχει την καλύτερη πάστα.
Σ’ αυτό το σαρανταοχτάωρο ζωής βρίσκουν το θάνατο
κι εγώ δεν έχω τύψεις.
Κανένας νόμος φθίνουσας απόδοσης δε με ορίζει.
Το πεπτικό μου σύστημα μάτωσε
όσο προσπαθούσα να το ταΐσω μολυσμένες τροφές.
Γέμισε εφτά φλεγμονές που με προστατεύουν
κάνοντάς με ακόμα πιο επιλεκτική.
Μηχανικοί τρόποι αναισθησίας αναποτελεσματικοί
μ’ αφήνουν στον πόνο μου να βλέπω τις αιμορραγίες
Αντιστέκομαι κι ας πονάω.
Το φυσικό μου σύστημα ενδοεπικοινωνίας με τη νόησή μου
είναι σε πλήρη αρμονία
όσο κι αν προσπαθείς να το ρυπάνεις διαταράσσοντάς το.
Είδες που νόμισες πως έχω χαμηλή αυτοεκτίμηση;
Δεν έχω.
Έχω ισχυρό φίλτρο προστασίας στη χολή που ξερνάς
και γίνομαι αόρατη στον τρόπο που κοιτάς.
Κι οι ουρανοί είναι μαζί μου δείχνοντάς μου το δρόμο
για τη γόμα της ύβρης.