14.9.08

Στη σοφίτα

Εδώ. Ξαπλωμένη στη σοφίτα
Ανοίγω το παράθυρο ν’ αερίσω τη θλίψη και το θάνατο.
Ν’ ανακατευτεί με τις νεκρές φολίδες του δέρματός μου
που έχουν γεμίσει σκόνη το κρεβάτι.
Το αεράκι με τρυπά για να μ’ αναστήσει.
Αέρας θαλασσινός, φερμένος απ’ το Βορρά.
Η ανατριχίλα μου προκαλεί πόνο.
Φωνάζω τις ιερές αέρινες σταγόνες νερού κι αλμύρας να με λυτρώσουν
γλιστρώντας απ’ τα μάτια μου.
Μα τα βλέφαρα παραμένουν πεισματικά, νεκρίκια στεγνά.
Τι όμορφο να μπορούν να κυλούν τα μάτια σου!
Απλώνω το βλέμμα μου από το παραθυράκι
με μόνη θέα το φεγγάρι, τη θάλασσα κι ένα τεράστιο πεύκο.
Να υψώνεται απ’ τα βάθη της γης στον ουρανό.
Εκεί στέκει και ξεκουράζεται. Στην κορυφή.
Από τ’ ακουστικό σε συνεχή επανάληψη ο Ήλιος θεός με περιγελά.
«...Και χωρίς τα φτερά δε φοβάμαι...λευτεριά στους ανέμους ζητάω»
Από το ένα αυτί μόνο μη χάσω τον ήχο του κύματος, του αέρα, της γης.
Ξαφνικά νιώθω υγρή.
Καμιά σκέψη δεν προκαλεί το υγρό του έρωτα.
Το νιώθω σε όλο μου το κορμί.
Μα αυτή τη φορά δεν αναζητώ τη λύτρωση.
Ο ερωτισμός μου είναι βαθύς, απόλυτος κι ακραία μοναχικός.
Κανένα χέρι δεν τον οδηγεί.
Καμιά μορφή δεν τον εξουσιάζει.
Βγαίνει απ’ τα βάθη της μήτρας
Σπάει τα νερά του πλακούντα για να γεννηθεί.
Και το υγρό είναι αλμυρό.
Ποιος είπε πως μόνο τα μάτια δακρύζουν;