5.6.07

Κι ύστερα ήρθαν


Κι ύστερα ήρθαν οι χαρές.
Μικρές χαρές που κάθισαν στον καναπέ μου,
κεράστηκαν απ' το ποτό της θλίψης μου,
τραγούδησαν τον πόνο της ψυχής μου
κι αντάμωσαν την προσευχή μου.

Μ' άφησαν μόνη ξανά.
Μα η ανάμνησή τους με γέμισε μελωδίες
που ακουγόντουσαν στον αέρα
και σκόρπιζαν τη μοναξιά μου.

Κι ύστερα ήρθαν οι λύπες.
Κοντοστάθηκαν για λίγο και με κοίταξαν.
Δεν άνοιξαν το στόμα τους.
Δεν έχει η λύπη φωνή μόνο μια διάφανη σιωπή
που αντιφεγγίζει το λιόγερμα μιας εποχής.

Κι ύστερα ήρθαν οι αδιάφορες μέρες.
Χωρίς μνήμη. Αδυνατώ να δω πού κρύφτηκαν.
Τις ψάχνω κάτω απ' το χαλί,
πίσω απ' το ψυγείο της ζωής μου.
Σκέφτηκα πως τελικά κρύβονται στον καταψύκτη.
Ληγμένες προ πολλού, ακατάλληλες για βρώση.

Κι ύστερα ήρθαν οι κραυγές.
Αλυχτούσανε μέσα μου κάθε νύχτα.
και κάθε πρωί.
Μα δεν τις άφηνα να βγουν.
Θέλησα με πάθος να πάψω να είμαι πολιτισμένη.
Αδυνατούσα.
Τις κέρασα συναυλίες σε ανοιχτά θέατρα,
τους χάρισα χορούς σ' υπόγεια μπαρ,
μα εκείνες θέριευαν.
Έβαλα την καλύτερη ηχομόνωση
και τις άφησα να αλητεύουν.

Κι ύστερα ήρθαν εκείνες οι μέρες.
Εκείνες που άμα εμφανιστούν
ακολουθούνε σαν σκιά όλες τις υπόλοιπες.
Κι είναι τόσο βαρύς ο ίσκιος τους
που γέρνουνε τα δέντρα της ψυχής
και ρίχνουνε τους καρπούς βασανισμένα.
Άμα καταφέρεις να τις περάσεις
χωρίς να αρρωστήσουν την ψυχή και το μυαλό.
Οι βίαιες μέρες.

Αλλά εσύ μην ανησυχείς ψυχή μου.
Έχεις τη δύναμη να μεταμορφώνεσαι.
Με κάθε ήχο, με κάθε μουσική, με κάθε έρωτα.
Με ένα βλέμμα, μια αγκαλιά, ένα άγγιγμα.
Υπόσχομαι ψυχή μου.
Μ' αυτά να σε ταΐζω. Για να σε σώνω απ' την αρχή.
Και κάθε φορά θα σου χαρίζω ένα κομμάτι γέλιου
που έστειλα στον ήλιο να μου φυλά από παιδί.
Κι ύστερα ήρθαν οι χαρές.