Πάλι πρωί. Με τα βλέφαρα ανοιχτά.
Να κλείσουν αρνούνται. Να ξορκίσουν το κακό.
Πέρασε κι αυτή η μέρα. Τη βγάλαμε.
Το ξέρω. Δεν τελειώσαμε εδώ.
Έρχονται και χειρότερα μωρό μου.
Δεν τρώμε τις σάρκες μας μόνο.
Την ψυχή μας τρώμε,
όλα τα μέσα μας τεμαχίζουμε και τ' αφήνουμε να ξεχύνονται μες το αίμα.
Ωμά τα τρώμε μωρό μου. Ωμά.
Δε μας βρήκαν ακόμα τα χειρότερα. Έρχονται.
Κοιτάζω το τζάκι. Ένα μάτσο άθλια αποκαΐδια με κοιτούν κοροϊδευτικά.
Όχι.
Απειλητικά.
Ούτε.
Μισοκαμμένα σχήματα περίεργα.
Στάχτες και κομμάτια.
Βυθίζομαι. Αλλάζουν τα σχήματα, αλλάζουν.
Τι θέλετε να μου πείτε; Τι;
Δεν καταλαβαίνω. Τίποτα δεν κατάλαβα. Τίποτα.
Κοιτάζω και σένα. Στον ύπνο σου απότομα τινάζεσαι.
Κλωτσάς. Μουρμουράς.
Τι λες; Δεν καταλαβαίνω. Τίποτα δεν κατάλαβα.
Τι; Καθρέφτης σου είμαι; Όσο με πόνεσες σε πόνεσα;
Ό,τι σε κατηγόρησα έγινα;
Μπερδεύομαι. Βουλιάζω.
Σε τούτη την καμένη εστία όλα γυρίζουν. Αλλάζουν.
Πέφτουν, διαλύονται.., πάλι σχήματα αλλάζουν.
Ναι. Ο θύτης γίνεται θύμα.
Γίνεται και το θύμα θύτης.
Αυτό;
Το τίποτα τα πάντα μπορεί να γίνει.
Ανεβάζω το βλέμμα μου πιο ψηλά.
Σ' εκείνη τη δερμάτινη μάσκα με πρόσωπο πορσελάνης.
Θλιμμένη μα όμορφη. Τι κρύβει; Τι;
Τέρας;
Θυμάμαι εκείνο το παραμύθι που χάρισα στην ανιψιά σου την προηγούμενη βδομάδα.
Η πεντάμορφη και το τέρας. Το τέρας το είχε ξεχάσει μα πρίγκιπας ήταν.
Όμορφος απέξω άσχημος από μέσα.
Άσχημος απέξω, όμορφος από μέσα.
Γνωρίζουμε άραγε ποτέ την πραγματική μας φύση;
Ποια; Ποια είμαι εγώ τώρα; Ποιος είσαι εσύ;
Λες; Λες το τέρας μέσα μας πρέπει να δούμε για να γίνουμε όμορφοι;
Αν δεν το δούμε παραμένουμε άσχημοι;
Γι' αυτό;
Γι' αυτό δεν υπάρχει φως χωρίς το σκοτάδι;
Γι' αυτό;
Το τελευταίο αποκαΐδι που αντιστεκότανε μανιασμένα
έπεσε σκορπίζοντας σύννεφα στάχτης.
Παράνοια.
Δε με νοιάζει πια, τίποτα δε με νοιάζει.
Άλλη μια μέρα ήταν.
Πάει, ξημέρωσε τώρα.
Αναπνέουμε ακόμα.