2.5.07

Να πιάσουμε το Μάη

Τα βλέφαρα κλειστά, γυρνοβολάει το σώμα
στο μονό κρεβάτι.
Η καρδιά χτυπάει δυνατά μ' αργεί να ξημερώσει.
Πού να κλείσω μάτι, πώς να κοιμηθώ
Σα ν' άκουσα αεράκι να σηκώνει...
Θα βρέξει;
Θεούλη μου σε παρακαλώ... σφάλισε τον ουρανό!
Νυχοπατώντας βγαίνω στην αυλή.
Σα να 'πιασε κρύο.
Ξαναγυρνώ στο κρεβάτι μου.
"
Πώς μπορείς εσύ να κοιμάσαι;
Ξύπνα! Θα βρέξει...
Δε θα πιάσουμε το Μάη...
Κι η μάνα μας ξενύχτησε το βράδυ
να ετοιμάσει όλα τούτα
"...
Κλείνει τα μάτια και ξανακοιμάται.
Όταν ξημέρωσε μάλλον κοιμήθηκα κι εγώ.
Κανείς δε μας ξύπνησε το πρωί...
Βρέχει.
"Ε και; Έλα μπαμπά, σε λίγο θα σταματήσει.
Του μίλησα εγώ του Θεού, θα δεις!"

Η γειτονιά στο πόδι.
Κάποιοι τολμηροί ήδη κατεβαίνουν
να πιάσουν τα χωράφια.
Γεμάτες οι καρότσες με παιδιά...
Έφτασε δώδεκα για να βγει ο ήλιος.
που στέγνωσε τα δάκρυά μας
κι αναγάλλιασε την καρδούλα μας.
Τρία αυτοκίνητα τελικά κατηφορίσαμε.
Μ' απαντήσαμε κι άλλους κει δα.
Στενάξανε οι ελιές απ' τα τραγούδια.
Λύγισαν τα κλαδιά απ' τις αυτοσχέδιες κούνιες...
Και παιχνίδια... Ποιος είν' ο δολοφόνος...
Ένας - ένας πέφταμε ξεροί απ' τον αητομάτη...
Μύρισε ο τόπος κάρβουνο και κρασί...
Πίναμε κι εμείς κλεφτά απ' το άγρυπνο βλέμμα της μαμάς...
Γελούσανε οι μπαρμπάδες απ' τη σκανταλιά
κάτω απ' τα μουστάκια τους...
"Δεν ήκαμες αγόρια Γιώργη, μα δε σου χρειάζουνται θαρρώ!"
Κοντά οι θειάδες να πλέκουν όμορφα
τα στεφάνια
με τα λουλούδια που μαζεύαμε σα μελισσάκια τριγύρω...
Τρυπιόμασταν κι εμείς με τις βελόνες...
Μας αφήσανε να μείνουμε και με τα κοντομάνικα.
Εμείς καλά περάσαμε. Ξεσαλώσαμε.
Κι οι μεγάλοι... γελάσανε κι αυτοί.


Δε μίλησε κανείς για αίμα που χύθηκε...
Το μάθαμε αργότερα.
Κι αλλάξανε οι μυρωδιές του Μαγιού.



28/4/2006