-καλά ανόητος-
αποφάσισε να με ανακαινίσει.
Μια χαρά φθαρμένη
κουκέτα ήμουν
σ΄ ένα σαπιοκάραβο που ’βρισκαν ένα κρεβάτι
κάτι άστεγοι αλήτες.
Τέτοιο παλιοσκαρί που ήταν
άφηνε όλους τους ανέμους να μ’ αλλάζουν
όλα τα κύματα να με ποτίζουν
κι η φθορά ήταν μόνο οι αναμνήσεις.
Κάθε μπίρα που έτρεχε από το στόμα τους
-εκείνων των άστεγων με τα σορτσάκια, τα σανδάλια
και τα πόδια ψηλά για να την ακούν καλύτερα-
μ’ ανακάτευε και ξέρναγε τα μυστικά μου.
Μα οι αλήτες δε μιλάνε.
Πίνουν και καπνίζουν.
Χτυπήσανε μόνο ένα τατού.
Μια άγκυρα.
Το μοναδικό που δεν άλλαξαν σ’ εκείνο το σαπιοκάραβο
ήταν τα ξύλα που με είχαν διαχωρίσει.
Κάτω απ’ το λούστρο είναι ακόμα
οι νοτισμένες ιστορίες.
Τα ξύλα και η άγκυρα.
Τα δεκανίκια κι η ασφάλεια.
Η σχεδία και το «βίρα τις άγκυρες».
Ό,τι ψάχνει κανείς το βρίσκει
γιατί απλά έχει ξεχάσει πως ήδη το έχει.
Και καλά.
Δε με πειράζει η ανακαίνιση.
Μα να.
Πιο πολλές αλλαγές έζησα μ’ εκείνα τα αλητάκια
παρά με τους ταξιδιώτες.
Κι ας με φυσούνε οι ανέμοι σε κυμάτων κινήσεις
κι όχι σε ναυπηγείο.
Ευτυχώς που έχω την άγκυρα.