Τόσα δάκρυα κι ούτε μια στάλα αίμα δεν έσταξε.
Παίρνει το χέρι μου και μπήγει τα νύχια μου στο δέρμα.
Βλέπω τη σταγόνα να κυλάει, σκύβω να τη μυρίσω.
Με κοιτάζει παραξενεμένος που σκύβω
ενώ θα μπορούσα να φέρω το χέρι μου στη μύτη.
Παίρνει το χέρι μου και μπήγει τα νύχια μου στο δέρμα.
Βλέπω τη σταγόνα να κυλάει, σκύβω να τη μυρίσω.
Με κοιτάζει παραξενεμένος που σκύβω
ενώ θα μπορούσα να φέρω το χέρι μου στη μύτη.
Με κίνηση αργή
αλλά αμετάκλητη
σαν το σιγανό πέρασμα της μέρας
μέσα από το λυκόφως στη νύχτα
φέρνω το χέρι μου στο στόμα
και γεύομαι τη σταγόνα
κοιτώντας τον ίσια στα μάτια
με μια απάθεια που τον εξοργίζει.
-ενώ ένας ανεμοστρόβιλος μέσα μου
εγκλωβίζει στη δίνη του και καταστρέφει
συναισθήματα και σκέψεις
φτάνοντας ως τη γη της ασυνείδητης παρανόησης-
Ο ανεμοστρόβιλος μετακινείται
Το ματωμένο σάλιο καθώς περνάει το λάρυγγα
αφήνει μια εκκωφαντική βουή
καταστρέφοντας τα τύμπανα της ασύμφωνης μπάντας.
Αγάπη λεγόταν νομίζω
Και είχε σπάσει ρεκόρ πωλήσεων στο άκουσμά της.
Περίμενε το χειροκρότημα
Καθώς μια λάμψη στα μάτια μου φανέρωσε μια στάλα
εσωτερικής κίνησης.
Απομακρύνθηκα από τη σκηνή
προτού ο ανεμοστρόβιλος ξεράσει από το στόμα μου.
Κι εκείνος ακόμα πιο οργισμένος
έσπασε την κιθάρα του στην αποθέωση
της μοναδικής πλέον ακροάτριας…
Δεν κοντοστάθηκα.
Δεν άκουσα μα ένιωσα.
Το συριγμό του θυμού καθώς έψαχνε νέα κιθάρα.
Δεν ήξερε πως τις είχε σπάσει όλες;
Τούτη η τελευταία ήταν η δική μου.
Η ακροάτρια να ήξερε πως έπαιζε με άλλη κιθάρα;
Μα την ώρα του θανάτου τι σημασία έχει.
Μπήκα στο τούνελ κι έφυγα τραγουδώντας
«η γέννηση κι ο θάνατος μίας αγάπης δρόμος
ενώθηκαν και χώρισαν τι μένει στους ανθρώπους;»
αλλά αμετάκλητη
σαν το σιγανό πέρασμα της μέρας
μέσα από το λυκόφως στη νύχτα
φέρνω το χέρι μου στο στόμα
και γεύομαι τη σταγόνα
κοιτώντας τον ίσια στα μάτια
με μια απάθεια που τον εξοργίζει.
-ενώ ένας ανεμοστρόβιλος μέσα μου
εγκλωβίζει στη δίνη του και καταστρέφει
συναισθήματα και σκέψεις
φτάνοντας ως τη γη της ασυνείδητης παρανόησης-
Ο ανεμοστρόβιλος μετακινείται
Το ματωμένο σάλιο καθώς περνάει το λάρυγγα
αφήνει μια εκκωφαντική βουή
καταστρέφοντας τα τύμπανα της ασύμφωνης μπάντας.
Αγάπη λεγόταν νομίζω
Και είχε σπάσει ρεκόρ πωλήσεων στο άκουσμά της.
Περίμενε το χειροκρότημα
Καθώς μια λάμψη στα μάτια μου φανέρωσε μια στάλα
εσωτερικής κίνησης.
Απομακρύνθηκα από τη σκηνή
προτού ο ανεμοστρόβιλος ξεράσει από το στόμα μου.
Κι εκείνος ακόμα πιο οργισμένος
έσπασε την κιθάρα του στην αποθέωση
της μοναδικής πλέον ακροάτριας…
Δεν κοντοστάθηκα.
Δεν άκουσα μα ένιωσα.
Το συριγμό του θυμού καθώς έψαχνε νέα κιθάρα.
Δεν ήξερε πως τις είχε σπάσει όλες;
Τούτη η τελευταία ήταν η δική μου.
Η ακροάτρια να ήξερε πως έπαιζε με άλλη κιθάρα;
Μα την ώρα του θανάτου τι σημασία έχει.
Μπήκα στο τούνελ κι έφυγα τραγουδώντας
«η γέννηση κι ο θάνατος μίας αγάπης δρόμος
ενώθηκαν και χώρισαν τι μένει στους ανθρώπους;»