20.4.07

Tρέχει, τρέχει

Θες κι εσύ να αγγίζεις το σώμα μου.
Όχι την ψυχή μου...
Μα άλλαξε το χρώμα μου
μια βουτιά στη ζωή σου.
Κι έρημη χώρα
μέσα μου τώρα.

Τώρα ο πόνος μοιάζει αρρωστημένο της αμαρτίας ψέμμα.
Τώρα ο ήλιος στέλνει ματωμένες αχτίδες και σβήνει.
Κανένας πλανήτης δε χωράει την ψυχή μου που απλώνεται.
Βελόνες τρυπούν την καρδιά μου και νιώθω ρευστή... πνιγμένη στο αίμα.
Καμιά αχτίδα δε μεταφέρει τη ματιά μου που καρφώνεται
σ' ό,τι γρήγορα αλλού αναζήτησες να ζήσεις προτού με ζήσεις...

Και ξαφνικά η συναισθηματική μου κλεψύδρα ανατράπηκε.
Γυρνάει προς τα πίσω με γρήγορο ρυθμό.
Πιότερο απ' αυτόν που κυλούσε προς τα μπρος.
Για την κλεψιά αυτή καθόλου δε ντράπηκε.

Ξαναλλάζω το χρώμα μου
με βουτιά στη ζωή μου.
Και τρέχει η ώρα
μέσα μου τώρα...
Αγγίζεις το σώμα μου
μα όχι την ψυχή μου.

Για πόσο; Όσο η κλεψύδρα μου συνεχίζει να κλέβει...να τρέχει...να τρέχει...

17.4.07

Μια νύχτα μόνο

Πάλι πρωί. Με τα βλέφαρα ανοιχτά.
Να κλείσουν αρνούνται. Να ξορκίσουν το κακό.
Πέρασε κι αυτή η μέρα. Τη βγάλαμε.
Το ξέρω. Δεν τελειώσαμε εδώ.
Έρχονται και χειρότερα μωρό μου.
Δεν τρώμε τις σάρκες μας μόνο.
Την ψυχή μας τρώμε,
όλα τα μέσα μας τεμαχίζουμε και τ' αφήνουμε να ξεχύνονται μες το αίμα.
Ωμά τα τρώμε μωρό μου. Ωμά.
Δε μας βρήκαν ακόμα τα χειρότερα. Έρχονται.
Κοιτάζω το τζάκι. Ένα μάτσο άθλια αποκαΐδια με κοιτούν κοροϊδευτικά.
Όχι.
Απειλητικά.
Ούτε.
Μισοκαμμένα σχήματα περίεργα.
Στάχτες και κομμάτια.
Βυθίζομαι. Αλλάζουν τα σχήματα, αλλάζουν.
Τι θέλετε να μου πείτε; Τι;
Δεν καταλαβαίνω. Τίποτα δεν κατάλαβα. Τίποτα.
Κοιτάζω και σένα. Στον ύπνο σου απότομα τινάζεσαι.
Κλωτσάς. Μουρμουράς.
Τι λες; Δεν καταλαβαίνω. Τίποτα δεν κατάλαβα.
Τι; Καθρέφτης σου είμαι; Όσο με πόνεσες σε πόνεσα;
Ό,τι σε κατηγόρησα έγινα;
Μπερδεύομαι. Βουλιάζω.
Σε τούτη την καμένη εστία όλα γυρίζουν. Αλλάζουν.
Πέφτουν, διαλύονται.., πάλι σχήματα αλλάζουν.
Ναι. Ο θύτης γίνεται θύμα.
Γίνεται και το θύμα θύτης.
Αυτό;
Το τίποτα τα πάντα μπορεί να γίνει.

Ανεβάζω το βλέμμα μου πιο ψηλά.
Σ' εκείνη τη δερμάτινη μάσκα με πρόσωπο πορσελάνης.
Θλιμμένη μα όμορφη. Τι κρύβει; Τι;
Τέρας;
Θυμάμαι εκείνο το παραμύθι που χάρισα στην ανιψιά σου την προηγούμενη βδομάδα.
Η πεντάμορφη και το τέρας. Το τέρας το είχε ξεχάσει μα πρίγκιπας ήταν.
Όμορφος απέξω άσχημος από μέσα.
Άσχημος απέξω, όμορφος από μέσα.
Γνωρίζουμε άραγε ποτέ την πραγματική μας φύση;

Ποια; Ποια είμαι εγώ τώρα; Ποιος είσαι εσύ;
Λες; Λες το τέρας μέσα μας πρέπει να δούμε για να γίνουμε όμορφοι;
Αν δεν το δούμε παραμένουμε άσχημοι;
Γι' αυτό;
Γι' αυτό δεν υπάρχει φως χωρίς το σκοτάδι;
Γι' αυτό;
Το τελευταίο αποκαΐδι που αντιστεκότανε μανιασμένα
έπεσε σκορπίζοντας σύννεφα στάχτης.
Παράνοια.
Δε με νοιάζει πια, τίποτα δε με νοιάζει.
Άλλη μια μέρα ήταν.
Πάει, ξημέρωσε τώρα.
Αναπνέουμε ακόμα.

13.4.07

Τι πάει να πει αντέχω...

Κι αν έφτασα ως εδώ
φεγγάρια να μετρούν τις αντοχές μου,
στιλέτα να κόβουν τους ήλιους μου...
πάει να πει αντέχω.

Απόρθητη λαχτάρα το κενό μου.
Γλιστράει απ' τα δάχτυλα υγρό, καυτό.
Κι αν έφτασα ως εδώ
βαραίνει το μυαλό, δεν ξαποσταίνει.
Αντλία που γυρνά ασταμάτητα
με παρασέρνει..
Κι όλο ξεγυμνώνει, κουρελιάζει
μα δεν έχει τέλος αυτή η φορεσιά.

Τι πάει να πει αντέχω;
Πόσα ράμματα χωράει ένα κορμί;
Πεπερασμένα..
Να 'τανε κορμί και το μυαλό.
Σώμα μισό η ψυχή.
Δε θα 'φτανα ως εδώ.

Κι οι θεωρίες σκισμένα χαρτάκια
σ' ένα κολλάζ σοφισμάτων.
Λογοπαίγνια γελούν τα θέλω.
Σκανταλιάρικα παιδιά ξεγελούν
τα «ξέρω».
Και ξεκαρδίζονται στα γέλια.
κοιτώντας σε στα μάτια.

Κοφτερή λεπίδα το φευγιό μου.
Πλησιάζω στην κόψη και φοβάμαι τον πόνο.
Παροπλίζω την ελπίδα.
Κι αν έφτασα ως εδώ
πάει να πει αντέχω.
Κόβω φέτες τους ύπνους μου,
δροσίζω το λαιμό μου.
Απόρθητο λιμάνι το κενό μου.




Η φωτό είπαμε... δικές μου χαρακιές στο photosop... θα βελτιωθώ. Την κατανόησή σας.

12.4.07

Ίσως...βιάστηκες

-"Ίσως βιάστηκα", είπες.
-Ίσως, η μόνη σου αλήθεια.
Σκέφτηκα.

-"Ίσως βιάστηκα. Να σε κρίνω.
Χρόνια σε ήξερα. Άλλαξες τώρα".
-"Ναι. Παραιτήθηκα τελευταία. Κουρασμένη ήμουν πολύ,
πίστεψα για λίγο μπορούσα".
-"Ίσως βιάστηκα. Άλλαξες πάλι".
-"Ίσως. Με ξαναβρίσκω τώρα".
Μικρή ακόμα, μα μεγαλώνω.
-"Ίσως βιάστηκα. Νόμισα έφυγες.
Ή ποτέ δεν υπήρξες".

- "Για λίγο έφυγα. Μ' έχασα".
-"Ίσως βιάστηκα. Δεν το κατάλαβα.
Νόμισα αυτή πως ήσουν".

-"Μια στιγμή στα χρόνια μετράς.
Ποτέ δε ρώτησες".
-"Ίσως βιάστηκα. Δε μίλησα."
-"Το ένιωσα".
Μα πιο πολύ ανάγκη τότε σε είχα.
Δε μίλησα.

-"Ίσως βιάστηκα. Φοβήθηκα".
-"Δεν το κατάλαβα. Τη δύναμή μου ήθελες.
Δεν τη συγκράτησα".
-"Ίσως βιάστηκα. Ψέματα είπα".
-"Ναι. Είναι αργά τώρα.
Το ένιωσα".
Ίσως βιάστηκες.
Μ' έχασες τώρα.


"Την αγαπάς";
Ναι, ήθελα να μου πεις.
Μα δεν το 'πες.


4-2-2006

11.4.07

Κουρελιασμένο φεύγω

Ένα κουρελιασμένο φεύγω με ντύνει.
Μα πού να πάω;
Ο κόσμος μικρός.
Κι ο έρωτας μισός,
ανήμπορος στέκει στην απληστία.
Του κορμιού, του μυαλού.
Είναι κι η καρδιά μας άπληστη;
Η ψυχή μας;
Δεν είναι που κρυώνω.
Είναι που δεν είμαι εδώ
με τα πόδια καρφωμένα στη γη.



Κι είναι γαμώ το μεγάλα τα καρφιά.
Και το χειρότερο.
Έγινα άπληστη κι εγώ.
Πετώ τα κουρέλια και ντύνομαι
με τ' ακριβό μου τζιν.
Εντάξει, το ξέρω.
Όλοι έτσι κάνουμε.
Αργοπεθαίνουμε με μικρά διαλείμματα ζωής.
Εκεί που ο έρωτας αρκεί.

10.4.07

Γύρισε; δε γύρισε;

Μου είπαν... εντάξει. Τι περίμενες; Αφού γύρισε ανάποδα ο κόσμος σου.
Ναι. Τον είδα τον ουρανό σφοντύλι. Κι έχασα τη γη κάτω από τα πόδια μου.
Ναι. Τι περίμενα; Αλλά... ανάποδη λένε πως είμαι.
Το επιβεβαιώνω κι εγώ.
Δηλαδή ο κόσμος μου γύρισε στα ίσια του
κι εγώ έκανα ακροβούτια; Τόσον καιρό ανάποδα τον έβλεπα.
Τελικά...γύρισε ανάποδα ο κόσμος μου ή ήρθα εγώ στα ίσια μου;

Και πότε είχα τη γη κάτω από τα πόδια μου για να την έχω τώρα;
Ε;;; "Εσύ μια ζωή στον κόσμο σου"
Έχασα τη γη του κόσμου μου
ή τον αέρα που με πετούσε;

Μπέρδεμα η σκέψη μου. Ανάμεικτη σαλάτα. Θα την κόψω τη ρημάδα. Αφού με πειράζει.

Μισό να στρίψω ένα τσιγαράκι. Όταν στρίβω δε σκέφτομαι.
Καιρός να στρίβω γενικώς. Μ' ακούς; Στρίβω.
Κι εγώ...

Άμορφο

Έφτασε εκείνη η ώρα.
Μέσα μου τη ζύμωναν καιρό εκείνα τα χέρια.
Αλλοτε λεπτά και μακριά,χέρια ευγενικά,
κάποτε μικρά και τρυφερά, αθώα χέρια,
χοντροκομμένα άλλα, εξουσιαστικά,
άλλα γλοιώδη,
τη ζύμωσαν και μεγαλειώδη.
Όλα τα χέρια τη ζύμωναν.
Κι απ' όλα είχε υλικά.
Ανάγκη, προσφορά, ανιδιοτέλεια, λύπη.
Θυμό, αγανάκτηση, αδιέξοδο, αγάπη.
Συμβιβασμούς. Διπλή η δόση του συμβιβασμού.
Και ανταποδοτικά οφέλη. Τ' αλεύρι, η βάση.
Το νερό το δίλημμά μου.
Αλμυρό το νερό, ανακατεύτηκε με τα δάκρυα της ψυχής μου.
Μεγάλο ήτανε το κομμάτι της μαγιάς.
Δεν πρόφτασα να το αλλάξω.
Φούσκωσε το ζυμάρι. Τεράστιο έγινε.

Ακούραστα τα χέρια. Πώς να τα σταματήσω;
Μ' απειλούν.
Ξέρουν πώς ν' απλώσουν τη ζύμη μέχρι να μ' εξοντώσει.
Από μέσα μου ύπουλα ξεκίνησαν μέχρι να πιάσουν το έξω.
Ναι. Με ξεγελούσα.
Όταν μεγάλα κομμάτια καταβρόχθιζα
την ώρα τούτη ν' αναβάλλω.
Μα έφτασε.
Κι εξαντλημένη με βρήκε.
Ουρλιάζοντας προσπαθώ ν' αντισταθώ.
Το δίλημμα να ξεχύσω να πλημμυρίσει τα υλικά.
Να τα πνίξει.
Μα ακούω. Ακούω τις φωνές.
Βλέπω. Βλέπω άλλα χέρια να υψώνονται.
Φωνές.
Βοήθεια φωνάζουν.
Τι να κάνω;
Πώς; Πώς ν' ανακαλύψω προς τα πoύ γέρνει η αλήθεια;
Υπάρχει αλήθεια;
Μη. Μη με κατηγορήσετε.
Θα εξευτελιστώ το ξέρω.
Ξεχειλωμένη χωρίς σχήμα θα βγω.

Απ' όλα τα χέρια που με ζύμωσαν.
Η μοναδική μου νίκη.

Εκείνη τη φόρμα την έφτυσα.


Photo: www.visualparadox.com

2.4.07

Ζήσε τη ζωή σου και μην ακούς κανέναν




''Ζήσε τη ζωή σου και μην ακούς κανέναν''.
Αυτά ήταν τα τελευταία λόγια που άκουσα από σένα.
Μ' ένα βιαστικό σημείωμα χάθηκες,
"δε φταίει κανείς''.
Πόσα τρομαγμένα πουλιά πετάχτηκαν στο βλέμμα σου;
Πόσες αλήθειες που δεν έμαθε κανείς;
Ποια τρέλα σε φυγάδευσε σ΄ αλλιώτικα κελιά;
Κι οι άλλοι είπαν "αντράκι'' ήσουν τελικά.

"Ζήσε τη ζωή σου και μην ακούς κανέναν"




Τα μάτια σου ανταριασμένες θάλασσες
που άφριζαν κατάματα τη θλίψη...

Κι εγώ εννιά χρόνια και σήμερα
ψάχνω τα κύματά σου...
Στιγμή μη σε ξεχάσω και χαθείς
Κάθε μέρα ταξιδεύω προς τα κει.
Πατέρα μου ζεις;;;
Κάθε μέρα ζω τη ζωή μου ακούγοντας εσένα.
Αντλώντας τ΄ αποθέματα που δε στερεύουνε ποτέ...
Γατί με γέμισες αγάπη και ψυχή και καλοσύνη.
Επειδή έτσι ήσουνα εσύ.
Πατέρα μου ζεις.

Οι μυγδαλιές

Φλεβάρης κι ανθίζουν οι μυγδαλιές.
Απλώνει η ψυχή μου αχλή στο δρόμο
που περπατώ…
Σκεπάζει τα βήματα και τις εικόνες,
αφήνοντας μόνο τις μυγδαλιές…
Άνοιξης προαναγγελία…φυσική…
Σπαρμένη στα τσιμέντα.
Σαν τη τσιμεντένια ζωή μας.
Αγριολούλουδο η ψυχή μας
Θέλει να το σκίσει… να πεταχτεί…
Ξεσκισμένο λουλούδι σε σκαμμένους δρόμους.
Μα εγώ κοιτώ τις μυγδαλιές.
Όχι γιατί ναι όμορφες.
Μα γιατί θάνατο κυοφορούν.

Κι εκεί…

Δίπλα στο μνήμα σου μια μυγδαλιά
Τρέφεται απ’ τα θρυμματισμένα σου κόκαλα.
Απέναντι ακριβώς, ψηλά στο λόφο
σε κοιτά η άλλη που της άφησες τη ζωή σου…
Τροφή στην ελπίδα.
Θανάτου αγγελία… φυσική.

Κάθε που κοιτώ τις μυγδαλιές
βλέπω ανθοστολισμένα
μνήματα…