Σαν να συντονίστηκα απόψε
κι ό,τι ακούω με κυλά
σαν πέτρα σε ανηφόρα
με κόπο σαν εκατόχρονη γριά
Σαν όλοι να ξέρανε τι έζησα
τι ένιωσα
το χειμώνα που ο Χάρος
παίρνει το δρεπάνι και θερίζει
καρπούς που καλοκαίρια σπείρει
σαν όλοι να ξέρανε και το τραγούδησαν
το πήραν από μένα
δεν κυλά η πέτρα στην ανηφόρα
ποιος άλλαξε τη φύση
πώς να μείνω πια εδώ
Λάθος, όλα λάθος
μου καίνε το στόμα
κι ένα δρεπάνι που δεν κόβει
τα σιτεμένα
μα ορέγεται τ’ άγουρα
σ’ έναν κόσμο που πια δεν μεγαλώνει
Λάθος, όλα λάθος
σε μια εξίσωση που δεν το βρίσκω
κι όλο λέω δε με νοιάζει
που βρωμάει το στόμα μου
κι η ανάσα μου μολύνει
σκόνη, βροχή και λέξεις.
Πόρτες ανοίγω
τις κλείνει ο αέρας
απότομα και με τρομάζει
τούτος ο αέρας
δέντρα ξεριζώνει
κι όλο λέω δε με νοιάζει
που ό,τι έχει ζωή νεκρώνει.
Καλή μας Ανάσταση