28.6.07

Τ' ακοίμητα παιδιά της θλίψης

Παραδίνομαι στ’ ακοίμητα παιδιά της θλίψης.
Στην άφατη εμμονή μιας ατίθασης λήψης.
Εκείνης που εκπνέει, αναστενάζει
βρυχάται κι όλο με βουλιάζει.
Ακούραστος δέκτης
γίνομαι…
Κι ύστερα εκπέμπω…
στραπατσαρισμένα σεντόνια
πεταμένα στο πάτωμα
χελωνίσια πατήματα ως το μπάνιο
Αργά, πολύ αργά…
Κενό, κενό…
Πολύς ο πόνος στο κενό.
Φωνές που τυπώνονται στο μαύρο μου ρούχο
με μαύρο μελάνι
και ουρλιάζουν ολόμαυρες σκιές…
στο κολλημένο πάνω μου ρούχο.
Οι δικές μου τρελαμένες φωνές.
Των άλλων δεν τις αντέχω.
Όχι, όχι.
Δεν πάω πουθενά απόψε.
Λυγίζω, λυγίζω στο πουθενά.
Αφέθηκα μάτια μου
Αφέθηκα στη γλυκιά ανυπαρξία
στην αυτοκαταστροφή των πάντων
ακόμα και της αγάπης.
Δεν αγαπώ. Κανέναν δεν αγαπώ.
Έτσι έλεγε κάποτε κι εκείνος.
Ούτε το μικρό μου δεν αγαπώ.
Είμαι ένας άχρηστος.
Τώρα; Τώρα ξέρω.
Είμαι ολόιδια εσύ.
Το ένιωθα. Τώρα το ζω.
Το ζω που να πάρει!
Τ’ αφήνω να με ροκανίζει
δέρμα σκαμμένο
οι κόγχες θλιμμένου κλόουν
τα νύχια, τα δόντια από κίτρινα μαύρα.
Μόνο ο καπνός του τσιγάρου μου αρμενίζει…

Καπνός και στάχτη το ταξίδι μου.
Δεν περισσεύει ούτε ένας αξιοπρεπής θάνατος.
Ούτε καν ένα ξημέρωμα
για τ’ ακοίμητα παιδιά...