11.9.07

Ε, όχι μαζόχα και με τίτλο

Σώμα μου
Σταμάτα να μου μιλάς.
Το ξέρω το δίκιο σου.
Τόσα χρόνια σε τιμωρώ
για εγκλήματα που δεν έκανες ποτέ.
Ανυπεράσπιστο σ’ άφησα
σε μυτερά παπούτσια που μπήχτηκαν
στις πληγές σου
σε δάχτυλα μέγγενη που ’σφιξαν το λαιμό σου
-ναι, το ξερα πως ποθούσαν το χαμό σου-
σ’ έδωσα βορά σε καταχρήσεις
σ’ άφηνα με μάτια ανοιχτά
ώρες που ’πρεπε να ναι σφαλισμένα
κλοτσηδόν σ’ έσπρωχνα να βρω τα όριά σου
για λίγο σ’ άφηνα να ξεκουραστείς
μέχρι ξανά να τα τεντώσω
κι αμίλητη να σε κλωτσάω πάλι να τα ξεπερνάς.

Ναι. Καταλαβαίνω την αγανάκτησή σου.
Μ’ αγαπάς όσο δε σ’ αγάπησα ποτέ
ήπια διαμαρτύρεσαι στην τιμωρία σου
σα να ’ξερες πω ήσουνα θυσία
για να σωθεί η ψυχή μου.
Τώρα σ’ ακούω που μου μιλάς.
Μ’ ακόμα δε μπορώ να με προστάζεις.
Αβάσταχτη μου ναι η προσταγή αγάπης.
Δεν έμαθα βλέπεις να μένω σ’ ό,τι μου προσφέρεται.
Ούτε διεκδικώ αυτό που χάνεται.
Δεν κυνηγώ αυτό που θέλω
ανοίγω μόνο σ’ ό,τι έρχεται.
Γι’ αυτό σου λέω.
Μη με προστάζεις.
Κλείσε μόνο από μέσα την πόρτα σ’ ό,τι θα ’ρθει.
Νιώσε την ορφάνια σου.
Ώσπου να γίνω δυνατή να σε υιοθετήσω
σαν νιώσω την ανάγκη να γίνω μάνα.
Μ’ ακούς; Την πόρτα κλείσε.
Μη μ’ αφήσεις να ψάξω το κλειδί.
Κρύψε το καλά.
Αν το βρω, στο λέω, θα σ’ αποτελειώσω.
Ναι. Εσύ καλά το ξέρεις.
Δε θέλω πια να γίνω μάνα.

7/5/2007