8.10.07

Το σκίσιμο της πέτσας

Τόσα δάκρυα κι ούτε μια στάλα αίμα δεν έσταξε.
Παίρνει το χέρι μου και μπήγει τα νύχια μου στο δέρμα.
Βλέπω τη σταγόνα να κυλάει, σκύβω να τη μυρίσω.
Με κοιτάζει παραξενεμένος που σκύβω
ενώ θα μπορούσα να φέρω το χέρι μου στη μύτη.
Με κίνηση αργή
αλλά αμετάκλητη
σαν το σιγανό πέρασμα της μέρας
μέσα από το λυκόφως στη νύχτα
φέρνω το χέρι μου στο στόμα
και γεύομαι τη σταγόνα
κοιτώντας τον ίσια στα μάτια
με μια απάθεια που τον εξοργίζει.
-ενώ ένας ανεμοστρόβιλος μέσα μου
εγκλωβίζει στη δίνη του και καταστρέφει
συναισθήματα και σκέψεις
φτάνοντας ως τη γη της ασυνείδητης παρανόησης-

Ο ανεμοστρόβιλος μετακινείται
Το ματωμένο σάλιο καθώς περνάει το λάρυγγα
αφήνει μια εκκωφαντική βουή
καταστρέφοντας τα τύμπανα της ασύμφωνης μπάντας.
Αγάπη λεγόταν νομίζω
Και είχε σπάσει ρεκόρ πωλήσεων στο άκουσμά της.
Περίμενε το χειροκρότημα
Καθώς μια λάμψη στα μάτια μου φανέρωσε μια στάλα
εσωτερικής κίνησης.
Απομακρύνθηκα από τη σκηνή
προτού ο ανεμοστρόβιλος ξεράσει από το στόμα μου.
Κι εκείνος ακόμα πιο οργισμένος
έσπασε την κιθάρα του στην αποθέωση
της μοναδικής πλέον ακροάτριας…
Δεν κοντοστάθηκα.
Δεν άκουσα μα ένιωσα.
Το συριγμό του θυμού καθώς έψαχνε νέα κιθάρα.
Δεν ήξερε πως τις είχε σπάσει όλες;
Τούτη η τελευταία ήταν η δική μου.
Η ακροάτρια να ήξερε πως έπαιζε με άλλη κιθάρα;
Μα την ώρα του θανάτου τι σημασία έχει.

Μπήκα στο τούνελ κι έφυγα τραγουδώντας
«η γέννηση κι ο θάνατος μίας αγάπης δρόμος
ενώθηκαν και χώρισαν τι μένει στους ανθρώπους;»

4.10.07

Φραγή

Την αναζητώ.
Όσο την αναζητώ τόσο απομακρύνομαι από κείνη.
Εκείνη ζητά να με πλησιάσει.
Το νιώθω.
Δεν τη βλέπω μα το νιώθω.
Νιώθω τη θλίψη της να θροΐζει στ' αυτιά μου.
Τη δύναμή της να διαπερνά τους πόρους μου.
Κι αναρωτιέμαι πού βρήκα αυτή την εφαρμογή.
Φραγή κλήσης της ψυχής μου.

Ξέρω από πού με καλεί.
Από πατημένα μονοπάτια φαραγγιών
στριμωγμένα από βράχους και ποτάμια
φεγγαρολουσμένα.
Από συριγμούς ανέμων που διαπερνούν
φυλλώματα απαλών στεναγμών.
Από κείνο το πλατάνι δίπλα στο ποταμάκι
και το μύλο, τότε που όλα ήταν αγνά


και μόνο το κριθάρι γινόταν λιώμα
στο γύρισμα του μύλου.

Τώρα κι εκεί ερημιά.
Καμιά φωνή δεν αγκαλιάζει τα φύλλα.
Κανένα όνειρο δεν αγκαλιάζει τον κορμό.
Και δίπλα ο μύλος αλέθει τη ζωή μου.
Τα απομεινάρια της κυλούν στο ποταμάκι,
λιγόστεψε πια κι αυτό.

Αδύναμη η φωνή που με καλεί.
Φραγή, φραγή...
Δε χωράς πια ψυχή στη ζωή μου.

Την ακούω να με καλεί.
Κλείνω τ' αυτιά μου, όχι, όχι!

Μα μια ριπή του ανέμου πρόλαβε
να με χαϊδέψει.


Λυπημένα μου σφυρίζει...
με πρόδωσες.


με πρό δωσες.

Αφιερωμένο στον Keada που με ώθησε στην απεικονιστική ποίηση...


προτού πατήσετε το play για να δείτε το βίντεο

πηγαίνετε πρώτα στο I love these songs και σταματήστε τη μουσική.

3.10.07

Κάποτε σταματούνε οι φωνές


Κάποτε σταματούνε οι φωνές.
Μανταλοκλειδώνουνε τα υστερικά περάσματα
από τις χορδές.
Καμπανιστός ο ήχος του ατσάλινου ρόπτρου τους
όσο απελπισμένα κι αν χτυπά
με βεβιασμένες κινήσεις
άγριες
απελπισμένου ζώου
κανείς το μάνταλο δεν αγγίζει.
Ακούς με φόβο μα δεν ανοίγεις.
Νιώθεις το θυμό του μα δεν ζαρώνεις.
Έτσι σταματούνε οι φωνές.
Τις κλειδώνεις από μέσα ώσπου να εξαντληθούν.
Ο απόηχος του ρόγχου
όχι του επιθανάτιου, όχι,
της γέννησης σαλεύει και σταματά.
Αιώνια μωρό που δε μιλά
ουρλιάζει μόνο.


Μην απασφαλίσεις το μάνταλο.
Μη δροσίσεις τις χορδές.
Μόνο έρημους κόκκους άμμου
που σχηματίζουν θύελλα κέρασέ τες.
Άμμο
Θύελλα
Δίψα.
Διψασμένη αμμοθύελλα σε καταπίνει.



Αφιερωμένο στον anthrakoryxo

Πού πάει η αγάπη όταν φεύγει;


Ποιος,
ποιος μπορεί
να μου πει
πού πάει η αγάπη
όταν φεύγει;