25.5.08

Θανατηφόρα καμπύλη



Ο πόνος μας θρέφεται απ’ τις ενοχές
ψημένος αντικριστά σαν ζώο στη φωτιά γδαρμένο.
Άλλοι το τρώνε καυτό
κομματάκι – κομματάκι το κόβουν με μαχαίρι όσο ψήνεται,
άλλοι περιμένουν να κρυώσει
γιατί τους καίει τόσο πολύ που δεν τ’ αντέχουν
κι αυτή η αναμονή θεριό που μεγαλώνει στο κοίταγμα
κι όλο τρέμουν
κι όλο σαπίζει
τόσο που ένα επιδερμικό άγγιγμα τους μολύνει
όλο αγριεύει τα χέρια
παραμορφώνει την όραση.
Αχ πώς!
Πώς να ημερέψουν στη σιωπή;
Τα δάκρυά σου αφήνονται σε καταρράκτες
κινήσεις αμετάκλητες.
Δεν έχει σημασία ποιος σε σπρώχνει σ’ εκείνη
τη θανατηφόρα καμπύλη
παρά μόνο ποιον θα μπορούσες να αγκαλιάσεις με το σώμα σου
την ορμή του να μειώσεις.
Μα πώς;
Σε στιγμές κινδύνου που πρώτη φορά κανείς ζει
το δικό του σώμα αγκαλιάζει να προστατευτεί.
Ένα παιδί δεν ξέρει.
Κι όταν μεγαλώνει κομματιάζεται
σε "θα"
που γίνονται θάνατοι.