22.3.07

Στον τελευταίο σου χρωματισμό


Περπατώ στο δρόμο που κάποτε κρυφά σε συναντούσα.
Μπροστά μου προβάλλει το εκκλησάκι.
Σαν άγια μνήμη κρεμιέται πάνω στη στροφή
και φυλάει στην αυλή του όλους τους έρωτες
που πρωτόλειοι στο χώμα του φιληθήκανε.
Οι χτύποι της καρδιάς μου συντονίζουνται.
Άτακτα βουίζουν τους θορύβους της σιωπής.
Τι γλυκό αεράκι που φυσάει!
Νιώθω την ανάσα του να μου ψιθυρίζει.
Σςςςςςς.
Κόπιασε κι εσύ.
Ξανά θα νιώσεις όπως τότε, που ήσουνα μικρή.
Και τούτα τα δέντρα.
Χρόνια ακροβατούν σ΄ένα γκρεμό.
Απλώνουνε τις ρίζες τους βαθιά στα
πετραδάκια της αγάπης και καρπίζουνε.
Σκορπούν αιώνια τα φύλλα της αθωότητας
που πήρανε.
Και τα κλαδιά τους κρέμουνται μαγεμένα
απ' το κάλεσμα του κενού.
Σςςςςςςςς!
Δες τον ήλιο που ξαπλώνει
στ' απέναντι βουνά.
Κάποτε λέγαμε θα ζήσουμε
στον τελευταίο του χρωματισμό
πριν εξαφανιστεί.
Μεταξύ δύσης κι εμφάνισης σκοταδιού.
Κάθε απόγευμα. Θα ζούμε.
Κάθε βράδυ. Θα πεθαίνουμε.
Πού είσαι τώρα εσύ; Ζεις;
Εγώ απόμεινα σε κείνα τα βράδια.
Πες μου πως τίποτα απ' το τώρα
δεν είν' αληθινό.
Λευτέρωσέ με.
Σε κείνο το πέρασμα,
στον τελευταίο σου χρωματισμό
σε περίμενα να ρθεις.