21.11.10

Κόκκινοι κρύσταλλοι

Με βλέπω να κυλώ…
Μαζί με τα σπασμένα κομμάτια
του καθρέφτη…
Μπήγονται με μανία στο δέρμα μου.
Το χαρακώνουν, το ματώνουν.
Ως γνήσια μαζοχίστρια το απολαμβάνω
Με ζηλευτή μανία.
Μανία.
Ο ουρανός κι η κόλασή μου.
Κάθε σπασμένο κομμάτι μου μιλάει…
Με νιώθει και το νιώθω.
Πονάει και με λυτρώνει.
Με όση δύναμη μου απομένει
σηκώνομαι και τα πατάω.
Με μανία.
Θρύψαλα.
Τίποτα να μη μείνει.
Θρύψαλα η ζωή μου.
Ω ναι. Εγώ τον έσπασα.
Τον καθρέφτη λέω.
Εγώ τον έσπασα.
Χρόνια τον ένωνα.
Τώρα τα θρύψαλα μου ματώνουν τα χέρια.
Το μυαλό μου είναι ήδη ματωμένο.
Απ’ τη μνήμη.
Σαν τον πίνακα του Magritte.
Από τότε που τον είδα είναι σφηνωμένος στο κεφάλι μου.
Ζωγραφισμένος στην ψυχή μου.
Μόνο που οι σταγόνες γίνανε ποτάμι…
Πονάω; Πονάω. Κάθε μέρα και πιο πολύ.
Κάθε μέρα σβήνω πιο πολύ.
Σβήνω με μανία.
Ό,τι απέμεινε είναι στα θρύψαλα.
Τώρα τα καταπίνω με δίψα.
Τίποτα να μη μείνει, τίποτα!
Πώς θα ’θελα να πιω απ΄την πηγή της Λήθης…
Μα πάντα βρίσκομαι στην άλλη…
Αυτή.
Της Μνημοσύνης.

Τώρα απ’ τα μάτια μου δεν τρέχουν δάκρυα.
Τρέχουν κρύσταλλοι.
Κατα
κόκκινοι θρυμματισμένοι κρύσταλλοι.

2007





3.10.10

Το μυστικό των ανθρώπων

Άδειες έμειναν οι λέξεις σαν τις ξεφόρτωσα
σ΄εκείνο το πειρατικό της έλξης
σπάνια λάφυρα
κρυμμένος θησαυρός η έξη
κουρσάρικος γύρος θανάτου

Ποιες λέξεις γιαγιά;
Μίλα καθαρά.
Λέξη, έλξη, έξη.
Το λάμβδα κούρσεψαν;

Η λέξη είναι έλξη
και η έλξη έξη
το λάμβδα ματώνει
σαν το κουρσεύει η έξη.

Μίλησέ μου ακόμα πιο απλά.

Το μυστικό των ανθρώπων κόρη μου
είναι να δείχνεις πως τους αγαπάς।

14/9/2008




26.9.10

Το σπλατς των λέξεων

Απόψε ξεκρέμασα την όραση

Από την αιμάτινη αν και ουράνια σκέπη

Ώρες τα μάτια μου αλληθώριζαν

Κοιτώντας μία-μία τις σταγόνες

Της σημαίνουσας πλάνης μου

Ακούγοντας ώρες το σπλατς

Των λέξεων

Διαλύοντας ερμηνείες

Μεγάλη μου αγάπη

Σταγόνα -σταγόνα

Σ' έστειλα ταξίδι στον ωκεανό

Της ματαίωσης

Χρόνια μου το ψιθύριζε

Το ψιθύρισμα από τον παφλασμό σου

Όταν πάνω σου κολυμπούσα ανάσκελα

Στη λίμνη της πίστης

Πίστη.

Πόσο ξερό και άσχημο το άδειασμά σου.

31.7.10

Εδώ τοίχος

Ψιθύρισα«φεύγω».
Δεν με τεντώνουν οι λέξεις σου
κι εγώ κουράστηκα να ζαρώνω
στην άκρη του ματιού σου.
Να βαθαίνω τις γραμμές
ώσπου να φτάνω μέσα σου.
Κουράστηκα.
Μια γαμημένη παραδοχή είναι.
Μια σήραγγα που ενώνει
το βλέμμα
με το στόμα σου.
Δε μου φτάνει να το νιώθω.
Θέλω να μου το πεις.

«Φύγε.
Κάθε μέρα θα κλείνω τη δίοδο
που ανοίγεις
να μη σε φτάσουν οι λέξεις μου».


Θέλω να σ’ ανατινάξω.
Στον τελευταίο ψίθυρο του φεύγω
θέλω να πάρω μαζί μου την ύλη σου.
Εκείνη που υψώνεις στα φράγματά σου
και δεν αφήνει τη δική μου να περάσει.
Θα σ’ ανατινάξω.
Την επόμενη φορά που θα ακούσω
το δικό σου ψίθυρο…
«Εδώ τοίχος. Να προσέχεις».

7-6-2007


9.6.10

Τα σανδάλια του Οδυσσέα

Σιχάθηκα τους φθόγγους, τους ήχους τους συρόμενους
σε υπόβαθρα υγιή
που πέφτουν προτού τ’ ακουμπήσεις καν
πέφτουν με τους ασύμφωνους ήχους.
Λες κι η αγάπη είναι σύμφωνη με κανόνες
η σιωπή ίδιον των δειλών
οι φωνές ίσον του δίκιου.
Δημιουργία εντυπώσεων
το ωμέγα της ήσυχης συνείδησης
το άλφα της ολιγωρίας
στην εποχή της καρέκλας
πάρε θέση αριστερά
λίγο πιο δεξιά
λίγο πιο πίσω
γύρνα και ανφάς
δεν σε τράβηξα καλά.
Μόνο πορτραίτο δεν θέλω
Όλα τα ψώνια ίδια είναι στο φακό
φαίνεται στο μειδίαμα
στο καταβαλλόμενο καθάριο βλέμμα
το υποβαλλόμενο ταπεινότητας

"Εσύ μια μέρα θα γίνεις μεγάλος και τρανός"
"Όχι, δε θα γίνω ποτέ.
Δωρίζω την εξουσία στους παρασκηνιακούς
-όχι τους γνωστούς άγνωστους του παρασκηνίου-
στους παρασκηνιακούς της ανθρωπιάς
-όχι της καλοσύνης-
της ανθρωπιάς που δε γνωρίζει ίδιον όφελος
και με τραβάει μπροστά".

Αυτά με δίδαξε ο Οδυσσέας
που αργότερα έγινε μεγάλος και τρανός
με ήχους αρμονικούς.
Το μόνο σύρσιμο που ακουγόταν
ήταν από τα σανδάλια του.

13.5.10

Ένα χαμόγελο κάτω από μία σελίδα



Σου χρωστάω…
μια σύνδεση που θα μας φέρει πάλι κοντά.
Μια λέξη αληθινή που βιάστηκα απ’ τον εαυτό μου να κρύψω.
Ένα χορό που σ’ αρνήθηκα.
Δάκρυα που απ’ τον πανικό μου πέτρωσαν.
Εξερευνήσεις κι αναφορά στο cosmo, θυμάσαι;
Σου χρωστάω όσα δίστασα κι όσα δεν είπα.
Όσα δε σου ‘δειξα κι έναν ουρανό που δεν ματώνει.
Σου χρωστάω το μικρό σου σε όλες του τις μορφές.
Καινούριες χαρές κι άλλα λάθη.
Σου χρωστάω να κολλήσω τα κομμάτια του μπουκαλιού.
Ένα χαμόγελο κάτω από μία σελίδα. Κατακόκκινο.
Σου χρωστάω την ψυχή μου...
φοβάσαι;
Μη μου χαρίσεις όσα σου χρωστάω...
φοβάμαι.

Σου χρωστάω μια νύχτα με δονήσεις.
Θα ‘ρθεις;
Μου χρωστάς ένα ναι.
Σου το χαρίζω.
Θα ‘ρθεις;

1/3/2007

..............................

26.4.10

Ληθαίος

πήρα ένα ροδάκινο να
το βουτήξω στην ανάσα σου
οινόπνευμα
οίνος και πνεύμα
γυρεύω το ανάκλιντρο
σ’
ανασκαφές
αρχαίων μύθων
αρχή, αφή
πυρωμένη η γης των χειλιών σου
πακτωμένη η αναπνοή μου
τυχαία διασώζονται όλα
παρουσία στην ανάγκη
απουσία στην ανάγκη
ουσίες υπέρ, υπό, τιμημένες
εξισορροπώ τις νύχτες σου
στην πιο πλούσια λαθρανασκαφή
κρυφά ευρήματα
εξισορροπώ τις νύχτες σου
υπάρχω στα λ
αθραία όνειρα της μνήμης σου
που χύνονται στο Ληθαίο

τη θάλασσα μαζεύω
εξισορροπώ τα νόμιμα όρια των άκρων σου
στα κλεφτά σφυρίζω
σαν πνεύμα σφυρί ζω
σ’ ανασκαφές
πυρωμένη η γης των ματιών σου

12/7/2008

5.2.10

Μ' έπληξαν ανηλεή φιλιά

Τα θέλω μου γδέρνουν τα δέρματα της πλήξης
που βιαστικά πάνω τους άπλωνα
κρέμες μυρωδάτες
λαμπερές ορχιδέες.
Ένα με το δέρμα μου μαδούν
όσο ακόμα αναζητώ την πλήξη
που πέφτει στο πάτωμα
λιμνάζοντας
από τα γυμνά θέλω μου
που στάζουν αίματα θλίψης
κυλιόμενων σκέψεων
αναβράζουσες τύψεις
διαλυμένες στο νερένιο μου σώμα.
Θέλω να πλήξω ξανά.
Όπως εκείνα τα καλοκαίρια
όταν η μέρα έστεκε μαρμαρωμένη
και μόνο η νύχτα σαν τη φιλούσε
έσπαγε τα κομμάτια
εμφανίζοντας ασχημάτιστα ζωή.
Θέλω να τραγουδήσω ξανά
«Τι αφόρητη πλήξη!»
Μα ο μόνος ψίθυρος που μου βγαίνει
είναι
έλα
και το μόνο απίθανα βέβαιο τραγούδι
έχει ένα στίχο…
«μ’ έπληξαν ανηλεή φιλιά»
κι εσύ θα μου λες
αυτός ο στίχος δεν τραγουδιέται.
Ναι.
Αυτός ο στίχος πλήττεται από
βομβαρδισμένες χορδές.
Σε νοιάζει;


16/7/2007

28.1.10

Γκλίτερ

Η κάψα του γυρισμού πασπαλίζει τα πάντα με γκλίτερ.
Σαν εκείνη τη λονδρέζικη μπάλα
που βούτηξα στο νερό
-με όλη την επισημότητα, σαμπάνια, μαξιλαράκι, κεριά, μουσική, τσιγάρο-
και η λάμψη της έκανε μια βδομάδα να φύγει απ’ το σώμα μου.
Το πρόσωπό μου γυαλισμένο λάμπει από επίπλαστη χαρά.

Μου το μαρτύρησε το θαμπό δέρμα,
άμα το τρίψεις λέει πάντα την ασχήμια.
Ούτε τα πολύχρωμα νυχτερινά φώτα βοηθούν.
Τίποτα δεν καλύπτει την κρύπτη της απογύμνωσης
όταν την αναζητά κανείς.

What is now my name, he asked
when he sαw me back
they call me Hopehunter
and what is your kind?
a dead hope driver I am
once you ‘ve killed one
can’ t stop until you find the last.
11/9/2008