25.9.09

Αβάσταχτα σκληρή

Αυτό, το οποιοδήποτε σκληρό περίβλημα
με οποιοδήποτε υλικό
δημιουργείται για να προστατέψει
αυτό,
που κρύβεται μέσα…
Διάφανο, εύθραυστο, ελαστικό,
μαλακό,
που άμα σπάσεις το περίβλημα
κέρδισες το μέσα,
τόσο εύπλαστο
όσο και δοτικό.

Αυτό το οποιοδήποτε μαλακό περίβλημα,
με οποιοδήποτε υλικό,
δημιουργείται για να γυαλίσει αυτό
που κρύβεται μέσα…
Συμπαγές, άθραυστο, ανελαστικό,
σκληρό,
που αν σκίσεις το περίβλημα
βλέπεις το μέσα
τόσο άκαμπτο
όσο βαρύ.
Τρομαγμένο απ’ το σοκ του αναπάντεχου
ο μόνος τρόπος για να σου δοθεί
είναι να γίνει κομμάτια.
Τρομαγμένος απ΄ το σοκ του αναπάντεχου
ματώνεις.

Η καλοσύνη είναι αβάσταχτη σκληρή.
Σκοτώνει το μέσα μας, ματώνει τους άλλους.




Κι αν δεν πάρεις εσύ το σφυρί
το παίρνω μόνη μου και κοπανιέμαι.


2/5/2007

16.5.09

Το γιατί είναι γατί

Το γιατί μην το ψάχνεις μου λες.

«Το γιατί είναι αγριεμένο γατί,
όσο το κυνηγάς τόσο σε γρατζουνάει,
πληγές σκάβει να ξεφύγει…»
σου ‘πε κάποτε εκείνος που έφυγε.

Τόση απόγνωση… αγωνία.
Ανείδωτα όργανα κυττάρων μνήμης
κλείνουν τα μάτια τυφλωμένα απ’ το φως
ώσπου να συνηθίσουν.
Το κόκκινο φως των πληγών.
Με κηλίδες λάθη σημαδεμένα.

Αδύνατη η αυτό-ίαση. Αδύνατη.
Γιατί;
Μην το ψάχνεις το γιατί.
Το γιατί είναι γατί.

Με νύχια νυστέρια μολυσμένα
αφαιρούν καρκινώματα
μα προκαλούν μεταστάσεις.

Γι α τ ί;
Γ α τ ί

γουρλώνει τα μάτια

απλώνει τα γαμψά του νύχια.

Καταφέρνεις στιγμές
κι απλώνεις φίλτρο προστασίας.
Από κείνα τα μαγικά που μεταμορφώνουν
την πληγή σε πέτρα…
Με ένα σφηνωμένο νυχάκι στο εσωτερικό της.

Τώρα; Τώρα σε ρώτησα γιατί.
«Μ’ άφησες μόνο μου….
Σ’ άφησα κι εγώ…».
Το δικό σου το γιατί…
ένα ήμερο γατί.
Κουλουριασμένο κοιμάται στα κύτταρά σου.
Κάθε που ξυπνάει τρώει λαίμαργα τις μνήμες…
Εκείνες τις ποτισμένες δηλητήριο…

Ζωντανό το έθαψες με κηδεία τιμητική
-ως αρμόζει στη στέρεη ψευδαίσθησή σου-
έριξες λίγο χώμα κι απομακρύνθηκες.
Χωρίς μνημόσυνα. Και χωρίς όνομα στην πλάκα.
«Να μην θυμάσαι εκείνο το μνημοταφείο…
να μην του αφήσεις ένα λουλούδι…».

Γιατί;

Γατί μου σ’ ελευθέρωσα.

Όχι προτού καταστρέψεις ολοσχερώς τα καλύτερα όργανά μου.

Πλέον δεν υπάρχει γιατί.
Ούτε γατί.
Μόνο μια ψυχή που νιαουρίζει και γουργουρίζει ναζιάρικα
-ως αρμόζει σ’ ένα παιδί θηλυκό που έγινε γυναίκα θηλυκό…-
στα ήμερα επιτίθεται, τ’ άγρια ελευθερώνει.
16/3/2007

21.3.09

Δέσμιος αντίστροφης μέτρησης


Δέσμιος αντίστροφης μέτρησης.
Χάνονται τα όμορφα στο γύρισμα του χρόνου
δύσεις μετρώντας ή δείκτες
παραδομένα στη φθορά της μη έκπληξης.
Αμετανόητος προπέτης του τέλους.

Το τέλος. Το τέλος βέβαιο, παρών.

Πέφτει το δέντρο από φωτιά
κεραυνό ή τσεκούρι.
Θέμα τύχης η επιβίωση;
Προστασία ή πρόληψη;
Ατυχία ή πρόθεση;

Δεσμώτης του πόνου η αντοχή.
κουρσεύει λαχτάρες
δύσεις και δείκτες
αλύγιστη περνά τα όρια.
Μορφές χαράζει χαλκόχρυσες.
Στο μέλλον βέβαιο παρών.

Η ψυχή παιδεύει ή παιδεύεται;
Δεσμεύει ή δεσμεύεται;
Διαμορφώνεται ή συμμορφώνεται;

Κάποτε σε ρώτησα τι είναι ψυχή.
Ό,τι κι αν είναι δεν είναι καλούπι μου είπες.
Ρέει…. Ρέει….
Τη στρέφω όπου θέλω
Με οδηγεί εκεί που είναι πλασμένη.
Από θάλασσες κι ανέμους
λίμνες και βάλτους
λασπόνερα…. Πηγάδια.
Εκεί με ταξίδεψες.

Το τέλος βέβαιο παρόν.

Θωπεία η αναζήτηση.
Ρόγχος η αποκάλυψη.
Θάνατος.
Το μέλλον απών.
2006


Ρε φίλε, σύντομα, κάποτε θα γίνω καλύτερη οικοδέσποινα... μέχρι τότε καλό ταξίδι....

19.2.09

Υδρορρόη

Έρχεται λένε πεθαίνοντας το μέλλον,
κι εγώ κινούμενη πάνω στη ράχη του παράλογου λυγίζω,
ανεμίζουν τα μαλλιά στον πόθο,
γαντζώνονται τα πόδια σε οπλές αγάπης και τρέχω.
Μα έφυγαν τα λιβάδια, και τα δέντρα τα αιώνια της ασφάλειας
και τρέχω στης πόλης τον όχλο.
Καλπάζουνε
κλαπ, κλαπ
τ’ ανείπωτα θέλω μου σε ματωμένη άσφαλτο ζωής που χάθηκε μυρίζουν τα ρουθούνια.
Δεν κλαίω. Δεν κλαίει η καρδιά, μόνο το μυαλό στάζει στην υδρορρόη,
εκείνη που κάποτε έφτιαξες να τρέχουν τα υγρά μου όνειρα να μην μουλιάζουν.
Έρχεται λένε πεθαίνοντας το μέλλον
κι εγώ δεν έφτασα στην αχερουσία λίμνη
πάνω της να περπατήσω το στοιχειό μου,
στον αντικατοπτρισμό της να δω την εικόνα μας
κι ύστερα να κόψω το νάρκισσο έρωτά μας.






Μετά την ανάγνωση του Έρχεται λένε πεθαίνοντας το 2000 και άνω Ζέφη Δαρράκη

5.2.09

Πόσο; Πολύ

Πόσο αγάπησα
εκείνο τον πάγο που με γλίστρησε.
Κάποτε χιόνι ήτανε λευκό
σκόρπιες νιφάδες στον αέρα
στη γη σαν έπεσαν
γίνανε σώμα συμπαγές.
Λευκό μ' ακίνητο.

Πόσο τον λάτρεψα
κείνο τον πάγο που με γλίστρησε.
Πάγος πριν γίνει
πάνω του έπαιζα, γλυκά τον πίστεψα
πλευρό, Θεό μέσ' την καρδιά μου.

Μικρό κομμάτι,
σαν κόκκος στης ψυχής την ανταρσία
πολύ με τρόμαξε μπροστά μου όταν το είδα.
Με πόνεσε, με τσάκισε, με πέθανε.
Με ξαναγέννησε

Αχ πόσο αγάπησα
κείνο τον πάγο που τη ζωή μου
ανάποδα τη γύρισε,
τυχαία ήρθε, πώς με ξεβόλεψε
κι όλα τα βλέπω πάλι
μια νέα ανεμοπορία.


28-1-2006

23.1.09

Παρωδία ο ήλιος



Τι θα γίνει μωρό μου κουράστηκα πια
Να ψάχνω νύχτες, καταιγίδες, ουρλιαχτά
Κι ένα έρημο απάγκιο που μόλις το βρω
Το ρουφάω με λύσσα να φύγω από δω
Η ζωή μια πίκρα με ζάχαρη overdose
να μου στέλνεις τη νύχτα αστέρια,
Παγάκια κάτω από απ’ το wild horse
Παρωδία ο ήλιος τυφλώνει το φως
Όσο τρέχω κοντά σου
Τα όνειρά μας, φωτιά, αέρας καπνός
Όσο μένω με μένα
Όσο μένω με μένα;
Είμαι εγώ και μετά είσαι εσύ
Και μετά δε σ’ αρέσει
Γιατί βλέπεις εσένα
Κι εγώ βλέπω εσένα
Και ψάχνω εμένα
Μα βαριέμαι και λέω
Τι ζωή είναι αυτή;
Φαί, πιζάμες, και ύπνο
Με μεζούρα το σεξ
Κι αν ο κόσμος πεθαίνει
Έλα μωρέ υπάρχουν ακτιβιστές
Τι θα γίνει μωρό μου; Που είν’ τα παγάκια;

Να μουδιάσουν οι αισθήσεις
Να μουδιάσουν όλα
Να βγουν απ’ την κατάψυξη
Κι ας γίνουν όλα νερό
Να το πίνω με δίψα να φεύγω από δω
Όχι πια εδώ.
Παρωδία ο ήλιος τυφλώνει το φως.




Ε ρε τι φέρνει ένα μπουκάλι κρασί κι ένα ξεχασμένο τραγούδι...

17.1.09

Ζωγραφίζοντας κουτσό με κάρβουνο


Το ξέρεις, δεν το ξέρεις;
Δεν είναι η συνταγή.
Είναι το χέρι.
Η κατσαρόλα, τα υλικά, η συσκευή.
Ένα κουταλάκι του γλυκού ή της σούπας για ένα λίτρο νερό.
Η σταθερή το νερό.
Το νερό που κυλά.
Κατάλαβες;

Κι όμως είναι η σταθερή γιατί ένα λίτρο είναι ένα λίτρο.
Το κουταλάκι του γλυκού όμως πώς να είναι η σταθερή που νομίζεις;
Δεν έχουν όλα το ίδιο μέγεθος.
Δε συμφώνησαν οι κατακευαστές.
Είδες που μετράει το μέγεθος τελικά κι όχι η ποσότητα υγρού;
Μα ναι. Εκεί μπαίνεις εσύ.
Το χέρι.
Μπορεί να σου κόψει μπορεί και όχι.
Να αναλογιστείς το ακριβές μέγεθος του κουταλιού που θα χρησιμοποιήσεις.
Τι νόμιζες;

Όχι ρε χαζό. Δε λέω πάλι βλακείες.
Ούτε τρέχει η γλώσσα μου από το ένα θέμα στο άλλο.

Πόσο θα κρατήσει δε με ρώτησες;
Για να σου πω πόσο πρέπει πρώτα να σου πω πώς.
Ε! Αυτό.
Δεν υπάρχει συνταγή.

Βάλε το χέρι σου να βάλω τη θερμοκρασία και θα δούμε.
Θα ψηθούμε ή θα γίνουμε κάρβουνο;
Α! Και μην ξεχάσεις! Άμα γίνει ο ένας απ' τους δυο κράτα το.
Το κάρβουνο λέω.
Να γράψεις ποιήματα.
Μπορεί να βγούνε σαν το κουτσό που ζωγραφίζαμε παλιά
και στα κενά του να χοροπηδάνε κερδίζοντας παιδιά.

Τα χαμένα το κάρβουνο θα πατάνε.
Ε! Άμα χάσεις μια φορά χαμένος συνεχίζεις.
Έντάξει;
Το 'πιασες;
Πέτα το τώρα.

Με περιμένουν τα παιδιά να παίξουμε κουτσό.

22-1-2008