17.12.07

Ανέλπιδα παρόντα

Τώρα δα σε σκεφτόμουν.
Όχι μόνο γιατί ναι Μάρτης.
Κάθε Μάρτη σε πενθώ κι εσένα.
Εκεί κοντά στην ισημερία
χάνεται η δική μου συμμετρία
κι απλώνεται βουβό σκοτάδι
που καταπίνει τις μνήμες των λυγμών.
Εκεί μιλώ με τις απώλειες.
Μόνιμες απώλειες μάτια μου
Χάσκουν κάτω απ’ το δέρμα τα κενά τους.
Όχι, δε μπορώ να βάλω λάσπη
ούτε πανιά να τις καλύψω.
Ανοιχτές τις αφήνω να αναπνέουν
τις μυρωδιές που μ’ αφήσανε.

Τώρα δα που σε σκεφτόμουν
ένιωσα πως τα κενά κλείνουν και με μυρωδιές.
Και μερικά απολεσθέντα - δηλωμένα ή αδήλωτα -
επανέρχονται στον ιδιοκτήτη ακριβώς τη στιγμή
που στερεύει η ελπίδα.
Τ’ ανέλπιδα σαν να περιμένουν.
Τ’ απροετοίμαστα και τ’ άξαφνα.

Τώρα δα που ζωγράφιζα τις μνήμες μου
στο χαρτί για λόγου συνοδεία δια-δικτυακή…
Την ώρα εκείνη που κόπασαν οι λυγμοί…
ένιωσα την αλλαγή.
Στο άπλωμα του χεριού σου.

Ύστερα ήρθες κι εσύ.
Ξαφνικά… γι’ άλλη μια φορά.
Μην ανησυχείς.
Δε θα συμπληρώσω ξανά δελτίο απολεσθέντος.
Είσαι μόνιμα παρών και μόνιμα χαμένος.
Αγαπιόμαστε μάτια μου.
Η ζωή μας μια μόνιμη παρουσία σημείωσης της απουσίας.
Κι όμως… δίνεις τη ζωή σου. Για μένα.

Μη μου θλίβεσαι μάτια μου.
Την επόμενη φορά που άθελά μας
ο συμπαντικός μάγος θα μας φέρει κοντά
θα ‘ναι καλύτερα…
Μάθαμε ν’ αγαπιόμαστε.

Ξέρεις πόσο δύσκολο είναι να το μάθουν
δυο άκρα;
Δυο πόλοι ανεστραμμένοι είμαστε ψυχή μου.
Εκείνο που μας ενώνει είναι μια νοητή γραμμή
υποχθόνια πλεγμένη.
Σου μίλησα ποτέ για τη ζωή κάτω απ’ τη γη;
Πανέμορφη είναι.
Οι χθόνιοι τη φοβούνται.
Εγώ την αγαπώ, εσύ τη νιώθεις.
Όταν την αναγνωρίσεις…
ένα απουσιολόγιο θα τυλιχτεί στις φλόγες.
Παρανάλωμα στη ματιά σου.
Στο υπόσχομαι.
Μόνο αέρα και μυρωδιές θα κουβαλώ στη δική μου…
Αέρινη θα ’μαι.


Μάρτης 2007

2.11.07

Τ' αη Γιωργιού

Αύριο δε θα 'σαι κει.
Απ' το πρωί θα βράζει το καζάνι
κρασί θα πίνουμε από την εκκλησιά
έθιμο παλιό που το 'χαν ξεχασμένο τότε που ζούσες.
Δική μας η γιορτή τ' Αη Γιωργιού
προστάτης του χωριού μας
άρτο και κρασί
τραγούδια και χορό
θα τρατάρομεσε κάθε σπίτι που γιορτάζει.

Το 'πε κι ο θειος μου.
Σ' ονειρεύτηκε λέει πως έρχεσαι
μα το σπίτι είναι κλειστό.
Χρόνια τώρα. Μ' αύριο θα 'μαι εγώ εκεί.
Για πρώτη φορά ύστερα από δέκα χρόνια.
Το σπίτι δε θα ξανακλείσει πια.
Κρασί θα πιω στο όνομά σου
κι ύστερα θα ΄ρθω στην Κερά να σε κεράσω
μαζί με στάλες δάκρυα κι ένα τραγούδι που 'γραψα για σένα.

Το ξέρω πως περίμενες να πιούμε ξανά μαζί.
Αύριο θα 'μαι εκεί.

8.10.07

Το σκίσιμο της πέτσας

Τόσα δάκρυα κι ούτε μια στάλα αίμα δεν έσταξε.
Παίρνει το χέρι μου και μπήγει τα νύχια μου στο δέρμα.
Βλέπω τη σταγόνα να κυλάει, σκύβω να τη μυρίσω.
Με κοιτάζει παραξενεμένος που σκύβω
ενώ θα μπορούσα να φέρω το χέρι μου στη μύτη.
Με κίνηση αργή
αλλά αμετάκλητη
σαν το σιγανό πέρασμα της μέρας
μέσα από το λυκόφως στη νύχτα
φέρνω το χέρι μου στο στόμα
και γεύομαι τη σταγόνα
κοιτώντας τον ίσια στα μάτια
με μια απάθεια που τον εξοργίζει.
-ενώ ένας ανεμοστρόβιλος μέσα μου
εγκλωβίζει στη δίνη του και καταστρέφει
συναισθήματα και σκέψεις
φτάνοντας ως τη γη της ασυνείδητης παρανόησης-

Ο ανεμοστρόβιλος μετακινείται
Το ματωμένο σάλιο καθώς περνάει το λάρυγγα
αφήνει μια εκκωφαντική βουή
καταστρέφοντας τα τύμπανα της ασύμφωνης μπάντας.
Αγάπη λεγόταν νομίζω
Και είχε σπάσει ρεκόρ πωλήσεων στο άκουσμά της.
Περίμενε το χειροκρότημα
Καθώς μια λάμψη στα μάτια μου φανέρωσε μια στάλα
εσωτερικής κίνησης.
Απομακρύνθηκα από τη σκηνή
προτού ο ανεμοστρόβιλος ξεράσει από το στόμα μου.
Κι εκείνος ακόμα πιο οργισμένος
έσπασε την κιθάρα του στην αποθέωση
της μοναδικής πλέον ακροάτριας…
Δεν κοντοστάθηκα.
Δεν άκουσα μα ένιωσα.
Το συριγμό του θυμού καθώς έψαχνε νέα κιθάρα.
Δεν ήξερε πως τις είχε σπάσει όλες;
Τούτη η τελευταία ήταν η δική μου.
Η ακροάτρια να ήξερε πως έπαιζε με άλλη κιθάρα;
Μα την ώρα του θανάτου τι σημασία έχει.

Μπήκα στο τούνελ κι έφυγα τραγουδώντας
«η γέννηση κι ο θάνατος μίας αγάπης δρόμος
ενώθηκαν και χώρισαν τι μένει στους ανθρώπους;»

4.10.07

Φραγή

Την αναζητώ.
Όσο την αναζητώ τόσο απομακρύνομαι από κείνη.
Εκείνη ζητά να με πλησιάσει.
Το νιώθω.
Δεν τη βλέπω μα το νιώθω.
Νιώθω τη θλίψη της να θροΐζει στ' αυτιά μου.
Τη δύναμή της να διαπερνά τους πόρους μου.
Κι αναρωτιέμαι πού βρήκα αυτή την εφαρμογή.
Φραγή κλήσης της ψυχής μου.

Ξέρω από πού με καλεί.
Από πατημένα μονοπάτια φαραγγιών
στριμωγμένα από βράχους και ποτάμια
φεγγαρολουσμένα.
Από συριγμούς ανέμων που διαπερνούν
φυλλώματα απαλών στεναγμών.
Από κείνο το πλατάνι δίπλα στο ποταμάκι
και το μύλο, τότε που όλα ήταν αγνά


και μόνο το κριθάρι γινόταν λιώμα
στο γύρισμα του μύλου.

Τώρα κι εκεί ερημιά.
Καμιά φωνή δεν αγκαλιάζει τα φύλλα.
Κανένα όνειρο δεν αγκαλιάζει τον κορμό.
Και δίπλα ο μύλος αλέθει τη ζωή μου.
Τα απομεινάρια της κυλούν στο ποταμάκι,
λιγόστεψε πια κι αυτό.

Αδύναμη η φωνή που με καλεί.
Φραγή, φραγή...
Δε χωράς πια ψυχή στη ζωή μου.

Την ακούω να με καλεί.
Κλείνω τ' αυτιά μου, όχι, όχι!

Μα μια ριπή του ανέμου πρόλαβε
να με χαϊδέψει.


Λυπημένα μου σφυρίζει...
με πρόδωσες.


με πρό δωσες.

Αφιερωμένο στον Keada που με ώθησε στην απεικονιστική ποίηση...


προτού πατήσετε το play για να δείτε το βίντεο

πηγαίνετε πρώτα στο I love these songs και σταματήστε τη μουσική.

3.10.07

Κάποτε σταματούνε οι φωνές


Κάποτε σταματούνε οι φωνές.
Μανταλοκλειδώνουνε τα υστερικά περάσματα
από τις χορδές.
Καμπανιστός ο ήχος του ατσάλινου ρόπτρου τους
όσο απελπισμένα κι αν χτυπά
με βεβιασμένες κινήσεις
άγριες
απελπισμένου ζώου
κανείς το μάνταλο δεν αγγίζει.
Ακούς με φόβο μα δεν ανοίγεις.
Νιώθεις το θυμό του μα δεν ζαρώνεις.
Έτσι σταματούνε οι φωνές.
Τις κλειδώνεις από μέσα ώσπου να εξαντληθούν.
Ο απόηχος του ρόγχου
όχι του επιθανάτιου, όχι,
της γέννησης σαλεύει και σταματά.
Αιώνια μωρό που δε μιλά
ουρλιάζει μόνο.


Μην απασφαλίσεις το μάνταλο.
Μη δροσίσεις τις χορδές.
Μόνο έρημους κόκκους άμμου
που σχηματίζουν θύελλα κέρασέ τες.
Άμμο
Θύελλα
Δίψα.
Διψασμένη αμμοθύελλα σε καταπίνει.



Αφιερωμένο στον anthrakoryxo

Πού πάει η αγάπη όταν φεύγει;


Ποιος,
ποιος μπορεί
να μου πει
πού πάει η αγάπη
όταν φεύγει;

11.9.07

Ε, όχι μαζόχα και με τίτλο

Σώμα μου
Σταμάτα να μου μιλάς.
Το ξέρω το δίκιο σου.
Τόσα χρόνια σε τιμωρώ
για εγκλήματα που δεν έκανες ποτέ.
Ανυπεράσπιστο σ’ άφησα
σε μυτερά παπούτσια που μπήχτηκαν
στις πληγές σου
σε δάχτυλα μέγγενη που ’σφιξαν το λαιμό σου
-ναι, το ξερα πως ποθούσαν το χαμό σου-
σ’ έδωσα βορά σε καταχρήσεις
σ’ άφηνα με μάτια ανοιχτά
ώρες που ’πρεπε να ναι σφαλισμένα
κλοτσηδόν σ’ έσπρωχνα να βρω τα όριά σου
για λίγο σ’ άφηνα να ξεκουραστείς
μέχρι ξανά να τα τεντώσω
κι αμίλητη να σε κλωτσάω πάλι να τα ξεπερνάς.

Ναι. Καταλαβαίνω την αγανάκτησή σου.
Μ’ αγαπάς όσο δε σ’ αγάπησα ποτέ
ήπια διαμαρτύρεσαι στην τιμωρία σου
σα να ’ξερες πω ήσουνα θυσία
για να σωθεί η ψυχή μου.
Τώρα σ’ ακούω που μου μιλάς.
Μ’ ακόμα δε μπορώ να με προστάζεις.
Αβάσταχτη μου ναι η προσταγή αγάπης.
Δεν έμαθα βλέπεις να μένω σ’ ό,τι μου προσφέρεται.
Ούτε διεκδικώ αυτό που χάνεται.
Δεν κυνηγώ αυτό που θέλω
ανοίγω μόνο σ’ ό,τι έρχεται.
Γι’ αυτό σου λέω.
Μη με προστάζεις.
Κλείσε μόνο από μέσα την πόρτα σ’ ό,τι θα ’ρθει.
Νιώσε την ορφάνια σου.
Ώσπου να γίνω δυνατή να σε υιοθετήσω
σαν νιώσω την ανάγκη να γίνω μάνα.
Μ’ ακούς; Την πόρτα κλείσε.
Μη μ’ αφήσεις να ψάξω το κλειδί.
Κρύψε το καλά.
Αν το βρω, στο λέω, θα σ’ αποτελειώσω.
Ναι. Εσύ καλά το ξέρεις.
Δε θέλω πια να γίνω μάνα.

7/5/2007

5.9.07

τ' αστρογονικό μου

Δε θυμάμαι αλήθεια σε ποια χιλιοπατημένα χαλίκια
έχασα τη σκόνη μου…
Κάπου σ’ εκείνες τις πατημασιές διαλύθηκαν και μ’ εγκατέλειψαν
Ανέβηκαν ξανά στο σύμπαν
σ’ εκείνο τα’ άστρο που κάποτε ήταν δικό μου
φτιαγμένο απ’ την ψυχόσκονη του σώματός μου.
Και κρύφτηκε.

Αλήθεια, δεν ήξερα γιατί μόνο νύχτα ζούσα…

Άγρυπνη πολλά βράδια κοίταζα τον ουρανό
Χωρίς να ξέρω τι ψάχνω…
Μόνο που νιωθα πως κάτι έλλειπε.
Όλες οι νύχτες συννεφιασμένες, ομιχλώδεις…

Τότε άρχισα ν’ ανοίγω διαδρόμους.
Αστεροδρόμια που φεγγαν.
Όλα αδιέξοδα.
Εκείνα μ’ οδηγούσαν
και με ξανάστελναν με βία πίσω.
Όλο και πιο κάτω.
Πιο κάτω… κι άλλο…

Τι ανεμογκάζια πάτησα
τι ψυχοπυραύλους εκτόξευσα
μ’ ενισχυμένους ψυχοανιχνευτές…
γύρισα στ΄απλά.
Έφτιαξα ένα τσίρκο με μόνη παράσταση
κάτι ελατήρια που μ’ εκσφενδόνιζαν ψηλά.
Πονούσαν με οι κουτουλιές.
Θλίψη κυρίεψε το άστρο μου γιατί δεν το ’βλεπα.
Δεν ξέρω αλήθεια ποιος σκέφτηκε τους μαγνήτες.
Τους ένιωσα να με τραβούν.

Σε λίγο…
σ΄ εκείνο το λίγο που ναι πολύ…
ένα άστρο έπεσε με φόρα διαλυμένο…

Η αστερόσκονή του με πλημμύρισε
στέγνωσε το αίμα που ’ταν χυμένο.
Ναι. Η δική μου ψυχόσκονη.
Τ΄ αστρογονικό μου…
Ξαναγίναμε ένα…

22.8.07

Τα ξύλα και η άγκυρα

Δεν ξέρω ποιος άτιμος
-καλά ανόητος-
αποφάσισε να με ανακαινίσει.
Μια χαρά φθαρμένη
κουκέτα ήμουν
σ΄ ένα σαπιοκάραβο που ’βρισκαν ένα κρεβάτι
κάτι άστεγοι αλήτες.
Τέτοιο παλιοσκαρί που ήταν
άφηνε όλους τους ανέμους να μ’ αλλάζουν
όλα τα κύματα να με ποτίζουν
κι η φθορά ήταν μόνο οι αναμνήσεις.

Κάθε μπίρα που έτρεχε από το στόμα τους
-εκείνων των άστεγων με τα σορτσάκια, τα σανδάλια
και τα πόδια ψηλά για να την ακούν καλύτερα-
μ’ ανακάτευε και ξέρναγε τα μυστικά μου.
Μα οι αλήτες δε μιλάνε.
Πίνουν και καπνίζουν.
Χτυπήσανε μόνο ένα τατού.
Μια άγκυρα.
Το μοναδικό που δεν άλλαξαν σ’ εκείνο το σαπιοκάραβο
ήταν τα ξύλα που με είχαν διαχωρίσει.
Κάτω απ’ το λούστρο είναι ακόμα
οι νοτισμένες ιστορίες.
Τα ξύλα και η άγκυρα.
Τα δεκανίκια κι η ασφάλεια.
Η σχεδία και το «βίρα τις άγκυρες».


Ό,τι ψάχνει κανείς το βρίσκει
γιατί απλά έχει ξεχάσει πως ήδη το έχει.

Και καλά.
Δε με πειράζει η ανακαίνιση.
Μα να.
Πιο πολλές αλλαγές έζησα μ’ εκείνα τα αλητάκια
παρά με τους ταξιδιώτες.
Κι ας με φυσούνε οι ανέμοι σε κυμάτων κινήσεις
κι όχι σε ναυπηγείο.

Ευτυχώς που έχω την άγκυρα.

23.7.07

Καμένη γη

Κοίτα με.
Κοίτα πώς εξαϋλώνομαι.
Κοίτα πώς χάνομαι μέσα μου.
Πώς γίνομαι ολόκληρη ψυχή.
Κοίτα με.
Κοίτα πώς γίνομαι φυγή.
Να περιδιαβαίνω τ’ απάτητα
μονοπάτια του μυαλού σου
να κραδαίνω τ’ απόκοσμα σημεία
της σιωπής σου.
Κοίτα με.
Κοίτα πώς γίνομαι εσύ.
Μέσα απ’ τις σκέψεις που τέμνονται.
Μέσα απ’ την ηδονή που λιώνει
τ’ αρχέγονα κορμιά μας.
Κοίτα με.
Κοίτα πώς είσαι εσύ.
Ασίγαστος πόθος, αγάπη γυμνή.
Λυτρωμένα από έρωτα.
Κοίτα με πώς γίνομαι φωτιά.
Πώς καίω τα όνειρά σου.
Πως τα κάνω στάχτη μαζί με το κορμί σου.
Κοίτα πως γίνομαι αγέρας
Πως παρασύρω τα όνειρά σου
Πώς σκορπίζω τις στάχτες σου.
Κοίτα πώς γίνεται ολόκληρος ο κόσμος εσύ.
Καμένη γη.

28.6.07

Τ' ακοίμητα παιδιά της θλίψης

Παραδίνομαι στ’ ακοίμητα παιδιά της θλίψης.
Στην άφατη εμμονή μιας ατίθασης λήψης.
Εκείνης που εκπνέει, αναστενάζει
βρυχάται κι όλο με βουλιάζει.
Ακούραστος δέκτης
γίνομαι…
Κι ύστερα εκπέμπω…
στραπατσαρισμένα σεντόνια
πεταμένα στο πάτωμα
χελωνίσια πατήματα ως το μπάνιο
Αργά, πολύ αργά…
Κενό, κενό…
Πολύς ο πόνος στο κενό.
Φωνές που τυπώνονται στο μαύρο μου ρούχο
με μαύρο μελάνι
και ουρλιάζουν ολόμαυρες σκιές…
στο κολλημένο πάνω μου ρούχο.
Οι δικές μου τρελαμένες φωνές.
Των άλλων δεν τις αντέχω.
Όχι, όχι.
Δεν πάω πουθενά απόψε.
Λυγίζω, λυγίζω στο πουθενά.
Αφέθηκα μάτια μου
Αφέθηκα στη γλυκιά ανυπαρξία
στην αυτοκαταστροφή των πάντων
ακόμα και της αγάπης.
Δεν αγαπώ. Κανέναν δεν αγαπώ.
Έτσι έλεγε κάποτε κι εκείνος.
Ούτε το μικρό μου δεν αγαπώ.
Είμαι ένας άχρηστος.
Τώρα; Τώρα ξέρω.
Είμαι ολόιδια εσύ.
Το ένιωθα. Τώρα το ζω.
Το ζω που να πάρει!
Τ’ αφήνω να με ροκανίζει
δέρμα σκαμμένο
οι κόγχες θλιμμένου κλόουν
τα νύχια, τα δόντια από κίτρινα μαύρα.
Μόνο ο καπνός του τσιγάρου μου αρμενίζει…

Καπνός και στάχτη το ταξίδι μου.
Δεν περισσεύει ούτε ένας αξιοπρεπής θάνατος.
Ούτε καν ένα ξημέρωμα
για τ’ ακοίμητα παιδιά...

21.6.07

Η εικόνα σου


Διάφανη ψυχή,
σαν κρύσταλλο τη διαπερνάει το φως
και διαθλάται σε χρώματα ουράνιου τόξου.
Κλαμένη καρδιά γεμάτη σταγόνες νερού
έτοιμη να φαγωθεί...
Ζωή κάκτος.
Γεμάτη αγκάθια και χυμούς.
Έτσι σε βλέπω.
Έτσι μ' αρέσεις.
Έτσι σ' αγαπάω.
Έχει σημασία;
Έχει.
Για να σ' αγαπήσω θέλω να σε καταλάβω.
Για να σε καταλάβω πρέπει να σε
μετατρέψω σε εικόνα.
Τελικά αγαπάω εσένα ή την εικόνα σου;
Έχει σημασία;
Έχει. Για σένα.
Πόσα δισεκατομμύρια εικόνες υπάρχουν;
Πώς να διαλέξω αυτή που πραγματικά είσαι εσύ;
Μέχρι να τη βρω...
Έτσι σε βλέπω.
Έτσι μ' αρέσεις.
Έτσι σ' αγαπάω.
Αύριο ίσως όχι.
Αύριο ίσως να την αλλάξω...
ή να βρω την αληθινή σου...
Τότε ίσως σε αγαπήσω αληθινά.

5.6.07

Κι ύστερα ήρθαν


Κι ύστερα ήρθαν οι χαρές.
Μικρές χαρές που κάθισαν στον καναπέ μου,
κεράστηκαν απ' το ποτό της θλίψης μου,
τραγούδησαν τον πόνο της ψυχής μου
κι αντάμωσαν την προσευχή μου.

Μ' άφησαν μόνη ξανά.
Μα η ανάμνησή τους με γέμισε μελωδίες
που ακουγόντουσαν στον αέρα
και σκόρπιζαν τη μοναξιά μου.

Κι ύστερα ήρθαν οι λύπες.
Κοντοστάθηκαν για λίγο και με κοίταξαν.
Δεν άνοιξαν το στόμα τους.
Δεν έχει η λύπη φωνή μόνο μια διάφανη σιωπή
που αντιφεγγίζει το λιόγερμα μιας εποχής.

Κι ύστερα ήρθαν οι αδιάφορες μέρες.
Χωρίς μνήμη. Αδυνατώ να δω πού κρύφτηκαν.
Τις ψάχνω κάτω απ' το χαλί,
πίσω απ' το ψυγείο της ζωής μου.
Σκέφτηκα πως τελικά κρύβονται στον καταψύκτη.
Ληγμένες προ πολλού, ακατάλληλες για βρώση.

Κι ύστερα ήρθαν οι κραυγές.
Αλυχτούσανε μέσα μου κάθε νύχτα.
και κάθε πρωί.
Μα δεν τις άφηνα να βγουν.
Θέλησα με πάθος να πάψω να είμαι πολιτισμένη.
Αδυνατούσα.
Τις κέρασα συναυλίες σε ανοιχτά θέατρα,
τους χάρισα χορούς σ' υπόγεια μπαρ,
μα εκείνες θέριευαν.
Έβαλα την καλύτερη ηχομόνωση
και τις άφησα να αλητεύουν.

Κι ύστερα ήρθαν εκείνες οι μέρες.
Εκείνες που άμα εμφανιστούν
ακολουθούνε σαν σκιά όλες τις υπόλοιπες.
Κι είναι τόσο βαρύς ο ίσκιος τους
που γέρνουνε τα δέντρα της ψυχής
και ρίχνουνε τους καρπούς βασανισμένα.
Άμα καταφέρεις να τις περάσεις
χωρίς να αρρωστήσουν την ψυχή και το μυαλό.
Οι βίαιες μέρες.

Αλλά εσύ μην ανησυχείς ψυχή μου.
Έχεις τη δύναμη να μεταμορφώνεσαι.
Με κάθε ήχο, με κάθε μουσική, με κάθε έρωτα.
Με ένα βλέμμα, μια αγκαλιά, ένα άγγιγμα.
Υπόσχομαι ψυχή μου.
Μ' αυτά να σε ταΐζω. Για να σε σώνω απ' την αρχή.
Και κάθε φορά θα σου χαρίζω ένα κομμάτι γέλιου
που έστειλα στον ήλιο να μου φυλά από παιδί.
Κι ύστερα ήρθαν οι χαρές.

1.6.07

Για την ΑΜΑΛΙΑ



Τίτλος post / e-mail:



"ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΜΑΛΙΑ"



(προτεινόμενα banners)

Κείμενο:
«Ο ασθενής έχει το δικαίωμα του σεβασμού του προσώπου του και της ανθρώπινης αξιοπρέπειάς του.»
(σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 47 του Ν. 2071/ 1992)
«Να γίνουν εξαίρεση οι αλμπάνηδες ρε παιδιά, όχι ο κανόνας...»
(Αμαλία Καλυβίνου, 1977-2007)

Από την ηλικία των οκτώ ετών, η Αμαλία ξεκίνησε να πονάει. Παρά τις συνεχείς επισκέψεις της σε γιατρούς και νοσοκομεία, κανένας δεν κατάφερε να διαγνώσει εγκαίρως το καλόηθες νευρίνωμα στο πόδι της. Δεκαεπτά χρόνια αργότερα, η Αμαλία έμαθε ότι το νευρίνωμα είχε πια μεταλλαχθεί σε κακόηθες νεόπλασμα.

Για τα επόμενα πέντε χρόνια η Αμαλία είχε να παλέψει όχι μόνο με τον καρκίνο και τον ακρωτηριασμό, αλλά και με την παθογένεια ενός Εθνικού Συστήματος Υγείας που επιλέγει να κλείνει τα μάτια στα φακελάκια κι επιμένει να κωλυσιεργεί με παράλογες γραφειοκρατικές διαδικασίες. Εκτός από τις ακτινοβολίες και τη χημειοθεραπεία, η Αμαλία είχε να αντιμετωπίσει την οικονομική εκμετάλλευση από γιατρούς που στάθηκαν απέναντί της και όχι δίπλα της. Πέρα από τον πόνο, είχε να υπομείνει την απληστία των ιδιωτικών κλινικών και την ταλαιπωρία στις ουρές των ασφαλιστικών ταμείων για μία σφραγίδα.

Η Αμαλία άφησε την τελευταία της πνοή την Παρασκευή 25 Μαϊου 2007. Ήταν μόλις 30 ετών.
Πριν φύγει, πρόλαβε να καταγράψει την εμπειρία της και να τη μοιραστεί μαζί μας μέσα από το διαδικτυακό της ημερολόγιο. Στην ηλεκτρονική διεύθυνση
http://fakellaki.blogspot.com/, η νεαρή φιλόλογος κατήγγειλε επώνυμα τους γιατρούς που αναγκάστηκε να δωροδοκήσει, επαινώντας παράλληλα εκείνους που επέλεξαν να τιμήσουν τον Ορκο του Ιπποκράτη. Η μαρτυρία της συγκίνησε χιλιάδες ανθρώπους, που της στάθηκαν συμπαραστάτες στον άνισο αγώνα της μέχρι το τέλος.
«Ο στόχος της Αμαλίας ήταν να πει την ιστορία της, ώστε μέσα απ' αυτήν να αφυπνίσει όσο το δυνατόν περισσότερους ανθρώπους και συνειδήσεις. Κυρίως ήθελε να δείξει ότι υπάρχουν τρόποι αντίστασης στην αυθαιρεσία και την εξουσία των ασυνείδητων και ανάλγητων γιατρών, αλλά και των γραφειοκρατών υπαλλήλων του συστήματος υγείας.»

(Δικαία Τσαβαρή και Γεωργία Καλυβίνου - μητέρα και αδελφή της Αμαλίας)

Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 77 του Ν. 2071/1992, θεωρείται πειθαρχικό παράπτωμα για τους γιατρούς του Ε.Σ.Υ:
«Η δωροληψία και ιδίως η λήψη αμοιβής και η αποδοχή οποιασδήποτε άλλης περιουσιακής παροχής, για την προσφορά οποιασδήποτε ιατρικής υπηρεσίας.»
Η Αμαλία Καλυβίνου αγωνίστηκε για πράγματα που θεωρούνται αυτονόητα σε ένα σύγχρονο ευρωπαϊκό κράτος. Δυστυχώς δεν είναι και τόσο αυτονόητα στην Ελλάδα. Συνεχίζοντας την προσπάθεια που ξεκίνησε η Αμαλία, διαμαρτυρόμαστε δημόσια και απαιτούμε:
* ΝΑ ΛΗΦΘΟΥΝ ΑΜΕΣΑ ΜΕΤΡΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΟΛΙΤΕΙΑ ΩΣΤΕ ΝΑ ΣΤΑΜΑΤΗΣΟΥΝ ΤΑ ΦΑΚΕΛΑΚΙΑ ΚΑΙ Η ΑΝΙΣΟΤΗΤΑ ΠΟΥ ΕΠΙΦΕΡΟΥΝ ΣΤΗΝ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ ΤΩΝ ΑΣΘΕΝΩΝ

* ΝΑ ΓΙΝΕΙ ΠΙΟ ΕΥΕΛΙΚΤΟΣ Ο ΚΡΑΤΙΚΟΣ ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΣ ΩΣΤΕ ΝΑ ΜΗ ΘΡΗΝΗΣΟΥΜΕ ΞΑΝΑ ΘΥΜΑΤΑ ΤΩΝ ΧΡΟΝΟΒΟΡΩΝ ΓΡΑΦΕΙΟΚΡΑΤΙΚΩΝ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΩΝ

* ΝΑ ΕΠΙΒΛΗΘΕΙ ΑΥΣΤΗΡΟΤΕΡΟΣ ΕΛΕΓΧΟΣ ΣΤΗ ΔΙΑΠΛΟΚΗ ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΩΝ ΕΤΑΙΡΕΙΩΝ ΚΑΙ ΙΑΤΡΙΚΟΥ ΚΑΤΕΣΤΗΜΕΝΟΥ

* ΝΑ ΑΞΙΟΠΟΙΗΘΟΥΝ ΟΙ ΑΝΕΚΜΕΤΑΛΛΕΥΤΕΣ ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΕΣ ΥΠΟΔΟΜΕΣ ΚΑΙ ΝΑ ΥΠΑΡΞΕΙ ΣΥΝΕΧΗΣ ΚΑΙ ΑΡΤΙΑ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗ ΚΑΤΑΡΤΙΣΗ ΓΙΑ ΟΛΟΥΣ ΤΟΥΣ ΓΙΑΤΡΟΥΣ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΝΟΣΗΛΕΥΤΕΣ ΤΟΥ Ε.Σ.Υ.

* ΝΑ ΚΑΘΙΕΡΩΘΕΙ Η ΨΗΦΙΟΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΙΑΤΡΙΚΟΥ ΦΑΚΕΛΟΥ ΤΟΥ ΑΣΘΕΝΟΥΣ ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΩΣ, ΩΣΤΕ ΝΑ ΕΠΙΣΠΕΥΔΕΤΑΙ Η ΣΩΣΤΗ ΔΙΑΓΝΩΣΗ ΚΑΙ ΘΕΡΑΠΕΙΑ
ΑΣ ΠΑΨΕΙ ΠΛΕΟΝ Η ΥΠΟΚΡΙΣΙΑ ΤΩΝ ΚΥΒΕΡΝΩΝΤΩΝ, ΠΟΥ ΠΡΟΤΙΜΟΥΝ ΝΑ ΛΑΔΩΝΟΝΤΑΙ ΟΙ ΓΙΑΤΡΟΙ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΑΣΘΕΝΕΙΣ ΠΑΡΑ ΝΑ ΑΜΕΙΒΟΝΤΑΙ ΑΞΙΟΠΡΕΠΩΣ ΑΠΟ ΤΟ ΚΡΑΤΟΣ.
* ΟΧΙ ΑΛΛΑ ΦΑΚΕΛΑΚΙΑ

* ΟΧΙ ΑΛΛΗ ΓΡΑΦΕΙΟΚΡΑΤΙΑ

* ΟΧΙ ΑΛΛΟΣ ΕΜΠΑΙΓΜΟΣ

ΔΙΚΑΙΟΥΜΑΣΤΕ ΔΩΡΕΑΝ ΚΑΙ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΗ ΠΕΡΙΘΑΛΨΗ. ΓΙΑ ΟΛΟΥΣ.


Την επόμενη φορά που θα χρειαστεί να δώσετε φακελάκι, μην το κάνετε. Προτιμήστε καλύτερα να κάνετε μια δωρεά. Η τελευταία επιθυμία της Αμαλίας ήταν η ενίσχυση της υπό ανέγερση Ογκολογικής Μονάδας Παίδων

ΔΙΑΔΙΚΤΥΑΚΗ ΚΙΝΗΣΗ ΦΙΛΩΝ ΤΗΣ ΑΜΑΛΙΑΣ

ΣΥΝΔΕΣΜΟΙ
φακελάκι
http://fakellaki.blogspot.com/
yperoptix
http://yperoptix.blogspot.com/
krogias
http://krogias.blogspot.com/
arkoudos
http://arkoudos.com/
για την Αμαλία
http://giatinamalia-blog.blogspot.com/

14.5.07

Γιατί αν είσαι...

Δεν ξέρω αν θέλω να είσαι αυτός που φαντάζομαι.
Γιατί αν είσαι...
Θα 'σαι δυνατή φωτιά που δε θα με ζεστάνει.
Θα με κάψει...
Δεν ξέρω αν θέλω να είσαι αυτός που ονειρεύομαι.
Γιατί αν είσαι...
Θα 'σαι αητόπουλο που το τουφέκισε η θλίψη
κι αργοπεθαίνει.
Δεν ξέρω αν θέλω να είσαι όπως σε κρίνω.
Γιατί αν είσαι...
Είσαι ορμή που βύζαξε δαγκώνοντας τη σκέψη
κι έχει ματώσει.
Δεν ξέρω αν θέλω να είσαι όσο σε θέλω.
Γιατί αν είσαι...
Θα 'σαι τυφώνας στο μάτι του κυκλώνα
Θα με σαρώσει.
Δεν ξέρω αν θέλω να είσαι αυτός που θ' αγαπήσω.
Γιατί αν είσαι...


Είσαι το χέρι που διακόπτει τ' οξυγόνο της ψυχής σου
να μη βρωμίζει...
Δεν ξέρω αν θέλω να είσαι αυτός που είσαι.
Γιατί αν είσαι...
Θα είσαι ό,τι φαντάστηκα, αυτό που ονειρεύτηκα,
όσα σε έκρινα, όσο σε ήθελα κι ό,τι αγάπησα.

Γιατί αν είμαι εγώ...
το άλλο σου μισό

θέλω να είσαι αυτός που είσαι
.

7.5.07

Σαν απαντώ

Μη με σταματάς.
Πάνω που άρχισα ν' ανοίγομαι.
Στα βάθη της σκέψης μου ζαλίζομαι.
Δεν ξέρω ακόμα τι υπάρχει.
Ποια μυρωδιά, ποια λέξη τ' ανεβάζει,
ποιο μείγμα τα μεταλλάσσει
σαν απαντώ,
ένα ελαφρύ ανατρίχιασμα,
διστακτικού φιλιού μειδίαμα.
Κι ύστερα;
Κι ύστερα βροχή.
Όλα τα παρασέρνει.
Στο χείμαρρο αφήνομαι.
Ανάλαφρα με φέρνει,
αβίαστα μ' αποθέτει,
στ' ακρογιάλι.
Γλιστρώ και κρύβομαι στο κέλυφος
εκείνης που ξεγελάστηκε και βγήκε.
Παραμονεύω.
Θα βουτήξω; Θα μείνω;
Μη με σταματάς.
Εκεί σε περίμενα.
Να βουτήξω ήθελα,
στο βυθό της να στροβιλίζομαι,
ξανά να ανεβαίνω!
Με τ' άκουσμά σου, μια λέξη σου.
Σιωπή; Νοηματική των δαχτύλων σου;
Δεν έμαθα να βλέπω.
Ν' ακούω μόνο, χαμένη είμαι!
Μη με σταματάς.
Με βλέπεις; Εκεί θα μείνω.
Στο κέλυφος το σάπιο που βρήκες.
Δε θα με βρεις ξανά
αν με σταματήσεις.
Συρρικνώνομαι.
Να μου μιλήσεις.
Δε βλέπω πια, ακούω μόνο.
Βλέπεις εσύ μα δε μιλάς.
Σιωπώ κι εγώ...

13-2-2006

2.5.07

Να πιάσουμε το Μάη

Τα βλέφαρα κλειστά, γυρνοβολάει το σώμα
στο μονό κρεβάτι.
Η καρδιά χτυπάει δυνατά μ' αργεί να ξημερώσει.
Πού να κλείσω μάτι, πώς να κοιμηθώ
Σα ν' άκουσα αεράκι να σηκώνει...
Θα βρέξει;
Θεούλη μου σε παρακαλώ... σφάλισε τον ουρανό!
Νυχοπατώντας βγαίνω στην αυλή.
Σα να 'πιασε κρύο.
Ξαναγυρνώ στο κρεβάτι μου.
"
Πώς μπορείς εσύ να κοιμάσαι;
Ξύπνα! Θα βρέξει...
Δε θα πιάσουμε το Μάη...
Κι η μάνα μας ξενύχτησε το βράδυ
να ετοιμάσει όλα τούτα
"...
Κλείνει τα μάτια και ξανακοιμάται.
Όταν ξημέρωσε μάλλον κοιμήθηκα κι εγώ.
Κανείς δε μας ξύπνησε το πρωί...
Βρέχει.
"Ε και; Έλα μπαμπά, σε λίγο θα σταματήσει.
Του μίλησα εγώ του Θεού, θα δεις!"

Η γειτονιά στο πόδι.
Κάποιοι τολμηροί ήδη κατεβαίνουν
να πιάσουν τα χωράφια.
Γεμάτες οι καρότσες με παιδιά...
Έφτασε δώδεκα για να βγει ο ήλιος.
που στέγνωσε τα δάκρυά μας
κι αναγάλλιασε την καρδούλα μας.
Τρία αυτοκίνητα τελικά κατηφορίσαμε.
Μ' απαντήσαμε κι άλλους κει δα.
Στενάξανε οι ελιές απ' τα τραγούδια.
Λύγισαν τα κλαδιά απ' τις αυτοσχέδιες κούνιες...
Και παιχνίδια... Ποιος είν' ο δολοφόνος...
Ένας - ένας πέφταμε ξεροί απ' τον αητομάτη...
Μύρισε ο τόπος κάρβουνο και κρασί...
Πίναμε κι εμείς κλεφτά απ' το άγρυπνο βλέμμα της μαμάς...
Γελούσανε οι μπαρμπάδες απ' τη σκανταλιά
κάτω απ' τα μουστάκια τους...
"Δεν ήκαμες αγόρια Γιώργη, μα δε σου χρειάζουνται θαρρώ!"
Κοντά οι θειάδες να πλέκουν όμορφα
τα στεφάνια
με τα λουλούδια που μαζεύαμε σα μελισσάκια τριγύρω...
Τρυπιόμασταν κι εμείς με τις βελόνες...
Μας αφήσανε να μείνουμε και με τα κοντομάνικα.
Εμείς καλά περάσαμε. Ξεσαλώσαμε.
Κι οι μεγάλοι... γελάσανε κι αυτοί.


Δε μίλησε κανείς για αίμα που χύθηκε...
Το μάθαμε αργότερα.
Κι αλλάξανε οι μυρωδιές του Μαγιού.



28/4/2006

20.4.07

Tρέχει, τρέχει

Θες κι εσύ να αγγίζεις το σώμα μου.
Όχι την ψυχή μου...
Μα άλλαξε το χρώμα μου
μια βουτιά στη ζωή σου.
Κι έρημη χώρα
μέσα μου τώρα.

Τώρα ο πόνος μοιάζει αρρωστημένο της αμαρτίας ψέμμα.
Τώρα ο ήλιος στέλνει ματωμένες αχτίδες και σβήνει.
Κανένας πλανήτης δε χωράει την ψυχή μου που απλώνεται.
Βελόνες τρυπούν την καρδιά μου και νιώθω ρευστή... πνιγμένη στο αίμα.
Καμιά αχτίδα δε μεταφέρει τη ματιά μου που καρφώνεται
σ' ό,τι γρήγορα αλλού αναζήτησες να ζήσεις προτού με ζήσεις...

Και ξαφνικά η συναισθηματική μου κλεψύδρα ανατράπηκε.
Γυρνάει προς τα πίσω με γρήγορο ρυθμό.
Πιότερο απ' αυτόν που κυλούσε προς τα μπρος.
Για την κλεψιά αυτή καθόλου δε ντράπηκε.

Ξαναλλάζω το χρώμα μου
με βουτιά στη ζωή μου.
Και τρέχει η ώρα
μέσα μου τώρα...
Αγγίζεις το σώμα μου
μα όχι την ψυχή μου.

Για πόσο; Όσο η κλεψύδρα μου συνεχίζει να κλέβει...να τρέχει...να τρέχει...

17.4.07

Μια νύχτα μόνο

Πάλι πρωί. Με τα βλέφαρα ανοιχτά.
Να κλείσουν αρνούνται. Να ξορκίσουν το κακό.
Πέρασε κι αυτή η μέρα. Τη βγάλαμε.
Το ξέρω. Δεν τελειώσαμε εδώ.
Έρχονται και χειρότερα μωρό μου.
Δεν τρώμε τις σάρκες μας μόνο.
Την ψυχή μας τρώμε,
όλα τα μέσα μας τεμαχίζουμε και τ' αφήνουμε να ξεχύνονται μες το αίμα.
Ωμά τα τρώμε μωρό μου. Ωμά.
Δε μας βρήκαν ακόμα τα χειρότερα. Έρχονται.
Κοιτάζω το τζάκι. Ένα μάτσο άθλια αποκαΐδια με κοιτούν κοροϊδευτικά.
Όχι.
Απειλητικά.
Ούτε.
Μισοκαμμένα σχήματα περίεργα.
Στάχτες και κομμάτια.
Βυθίζομαι. Αλλάζουν τα σχήματα, αλλάζουν.
Τι θέλετε να μου πείτε; Τι;
Δεν καταλαβαίνω. Τίποτα δεν κατάλαβα. Τίποτα.
Κοιτάζω και σένα. Στον ύπνο σου απότομα τινάζεσαι.
Κλωτσάς. Μουρμουράς.
Τι λες; Δεν καταλαβαίνω. Τίποτα δεν κατάλαβα.
Τι; Καθρέφτης σου είμαι; Όσο με πόνεσες σε πόνεσα;
Ό,τι σε κατηγόρησα έγινα;
Μπερδεύομαι. Βουλιάζω.
Σε τούτη την καμένη εστία όλα γυρίζουν. Αλλάζουν.
Πέφτουν, διαλύονται.., πάλι σχήματα αλλάζουν.
Ναι. Ο θύτης γίνεται θύμα.
Γίνεται και το θύμα θύτης.
Αυτό;
Το τίποτα τα πάντα μπορεί να γίνει.

Ανεβάζω το βλέμμα μου πιο ψηλά.
Σ' εκείνη τη δερμάτινη μάσκα με πρόσωπο πορσελάνης.
Θλιμμένη μα όμορφη. Τι κρύβει; Τι;
Τέρας;
Θυμάμαι εκείνο το παραμύθι που χάρισα στην ανιψιά σου την προηγούμενη βδομάδα.
Η πεντάμορφη και το τέρας. Το τέρας το είχε ξεχάσει μα πρίγκιπας ήταν.
Όμορφος απέξω άσχημος από μέσα.
Άσχημος απέξω, όμορφος από μέσα.
Γνωρίζουμε άραγε ποτέ την πραγματική μας φύση;

Ποια; Ποια είμαι εγώ τώρα; Ποιος είσαι εσύ;
Λες; Λες το τέρας μέσα μας πρέπει να δούμε για να γίνουμε όμορφοι;
Αν δεν το δούμε παραμένουμε άσχημοι;
Γι' αυτό;
Γι' αυτό δεν υπάρχει φως χωρίς το σκοτάδι;
Γι' αυτό;
Το τελευταίο αποκαΐδι που αντιστεκότανε μανιασμένα
έπεσε σκορπίζοντας σύννεφα στάχτης.
Παράνοια.
Δε με νοιάζει πια, τίποτα δε με νοιάζει.
Άλλη μια μέρα ήταν.
Πάει, ξημέρωσε τώρα.
Αναπνέουμε ακόμα.

13.4.07

Τι πάει να πει αντέχω...

Κι αν έφτασα ως εδώ
φεγγάρια να μετρούν τις αντοχές μου,
στιλέτα να κόβουν τους ήλιους μου...
πάει να πει αντέχω.

Απόρθητη λαχτάρα το κενό μου.
Γλιστράει απ' τα δάχτυλα υγρό, καυτό.
Κι αν έφτασα ως εδώ
βαραίνει το μυαλό, δεν ξαποσταίνει.
Αντλία που γυρνά ασταμάτητα
με παρασέρνει..
Κι όλο ξεγυμνώνει, κουρελιάζει
μα δεν έχει τέλος αυτή η φορεσιά.

Τι πάει να πει αντέχω;
Πόσα ράμματα χωράει ένα κορμί;
Πεπερασμένα..
Να 'τανε κορμί και το μυαλό.
Σώμα μισό η ψυχή.
Δε θα 'φτανα ως εδώ.

Κι οι θεωρίες σκισμένα χαρτάκια
σ' ένα κολλάζ σοφισμάτων.
Λογοπαίγνια γελούν τα θέλω.
Σκανταλιάρικα παιδιά ξεγελούν
τα «ξέρω».
Και ξεκαρδίζονται στα γέλια.
κοιτώντας σε στα μάτια.

Κοφτερή λεπίδα το φευγιό μου.
Πλησιάζω στην κόψη και φοβάμαι τον πόνο.
Παροπλίζω την ελπίδα.
Κι αν έφτασα ως εδώ
πάει να πει αντέχω.
Κόβω φέτες τους ύπνους μου,
δροσίζω το λαιμό μου.
Απόρθητο λιμάνι το κενό μου.




Η φωτό είπαμε... δικές μου χαρακιές στο photosop... θα βελτιωθώ. Την κατανόησή σας.

12.4.07

Ίσως...βιάστηκες

-"Ίσως βιάστηκα", είπες.
-Ίσως, η μόνη σου αλήθεια.
Σκέφτηκα.

-"Ίσως βιάστηκα. Να σε κρίνω.
Χρόνια σε ήξερα. Άλλαξες τώρα".
-"Ναι. Παραιτήθηκα τελευταία. Κουρασμένη ήμουν πολύ,
πίστεψα για λίγο μπορούσα".
-"Ίσως βιάστηκα. Άλλαξες πάλι".
-"Ίσως. Με ξαναβρίσκω τώρα".
Μικρή ακόμα, μα μεγαλώνω.
-"Ίσως βιάστηκα. Νόμισα έφυγες.
Ή ποτέ δεν υπήρξες".

- "Για λίγο έφυγα. Μ' έχασα".
-"Ίσως βιάστηκα. Δεν το κατάλαβα.
Νόμισα αυτή πως ήσουν".

-"Μια στιγμή στα χρόνια μετράς.
Ποτέ δε ρώτησες".
-"Ίσως βιάστηκα. Δε μίλησα."
-"Το ένιωσα".
Μα πιο πολύ ανάγκη τότε σε είχα.
Δε μίλησα.

-"Ίσως βιάστηκα. Φοβήθηκα".
-"Δεν το κατάλαβα. Τη δύναμή μου ήθελες.
Δεν τη συγκράτησα".
-"Ίσως βιάστηκα. Ψέματα είπα".
-"Ναι. Είναι αργά τώρα.
Το ένιωσα".
Ίσως βιάστηκες.
Μ' έχασες τώρα.


"Την αγαπάς";
Ναι, ήθελα να μου πεις.
Μα δεν το 'πες.


4-2-2006

11.4.07

Κουρελιασμένο φεύγω

Ένα κουρελιασμένο φεύγω με ντύνει.
Μα πού να πάω;
Ο κόσμος μικρός.
Κι ο έρωτας μισός,
ανήμπορος στέκει στην απληστία.
Του κορμιού, του μυαλού.
Είναι κι η καρδιά μας άπληστη;
Η ψυχή μας;
Δεν είναι που κρυώνω.
Είναι που δεν είμαι εδώ
με τα πόδια καρφωμένα στη γη.



Κι είναι γαμώ το μεγάλα τα καρφιά.
Και το χειρότερο.
Έγινα άπληστη κι εγώ.
Πετώ τα κουρέλια και ντύνομαι
με τ' ακριβό μου τζιν.
Εντάξει, το ξέρω.
Όλοι έτσι κάνουμε.
Αργοπεθαίνουμε με μικρά διαλείμματα ζωής.
Εκεί που ο έρωτας αρκεί.

10.4.07

Γύρισε; δε γύρισε;

Μου είπαν... εντάξει. Τι περίμενες; Αφού γύρισε ανάποδα ο κόσμος σου.
Ναι. Τον είδα τον ουρανό σφοντύλι. Κι έχασα τη γη κάτω από τα πόδια μου.
Ναι. Τι περίμενα; Αλλά... ανάποδη λένε πως είμαι.
Το επιβεβαιώνω κι εγώ.
Δηλαδή ο κόσμος μου γύρισε στα ίσια του
κι εγώ έκανα ακροβούτια; Τόσον καιρό ανάποδα τον έβλεπα.
Τελικά...γύρισε ανάποδα ο κόσμος μου ή ήρθα εγώ στα ίσια μου;

Και πότε είχα τη γη κάτω από τα πόδια μου για να την έχω τώρα;
Ε;;; "Εσύ μια ζωή στον κόσμο σου"
Έχασα τη γη του κόσμου μου
ή τον αέρα που με πετούσε;

Μπέρδεμα η σκέψη μου. Ανάμεικτη σαλάτα. Θα την κόψω τη ρημάδα. Αφού με πειράζει.

Μισό να στρίψω ένα τσιγαράκι. Όταν στρίβω δε σκέφτομαι.
Καιρός να στρίβω γενικώς. Μ' ακούς; Στρίβω.
Κι εγώ...

Άμορφο

Έφτασε εκείνη η ώρα.
Μέσα μου τη ζύμωναν καιρό εκείνα τα χέρια.
Αλλοτε λεπτά και μακριά,χέρια ευγενικά,
κάποτε μικρά και τρυφερά, αθώα χέρια,
χοντροκομμένα άλλα, εξουσιαστικά,
άλλα γλοιώδη,
τη ζύμωσαν και μεγαλειώδη.
Όλα τα χέρια τη ζύμωναν.
Κι απ' όλα είχε υλικά.
Ανάγκη, προσφορά, ανιδιοτέλεια, λύπη.
Θυμό, αγανάκτηση, αδιέξοδο, αγάπη.
Συμβιβασμούς. Διπλή η δόση του συμβιβασμού.
Και ανταποδοτικά οφέλη. Τ' αλεύρι, η βάση.
Το νερό το δίλημμά μου.
Αλμυρό το νερό, ανακατεύτηκε με τα δάκρυα της ψυχής μου.
Μεγάλο ήτανε το κομμάτι της μαγιάς.
Δεν πρόφτασα να το αλλάξω.
Φούσκωσε το ζυμάρι. Τεράστιο έγινε.

Ακούραστα τα χέρια. Πώς να τα σταματήσω;
Μ' απειλούν.
Ξέρουν πώς ν' απλώσουν τη ζύμη μέχρι να μ' εξοντώσει.
Από μέσα μου ύπουλα ξεκίνησαν μέχρι να πιάσουν το έξω.
Ναι. Με ξεγελούσα.
Όταν μεγάλα κομμάτια καταβρόχθιζα
την ώρα τούτη ν' αναβάλλω.
Μα έφτασε.
Κι εξαντλημένη με βρήκε.
Ουρλιάζοντας προσπαθώ ν' αντισταθώ.
Το δίλημμα να ξεχύσω να πλημμυρίσει τα υλικά.
Να τα πνίξει.
Μα ακούω. Ακούω τις φωνές.
Βλέπω. Βλέπω άλλα χέρια να υψώνονται.
Φωνές.
Βοήθεια φωνάζουν.
Τι να κάνω;
Πώς; Πώς ν' ανακαλύψω προς τα πoύ γέρνει η αλήθεια;
Υπάρχει αλήθεια;
Μη. Μη με κατηγορήσετε.
Θα εξευτελιστώ το ξέρω.
Ξεχειλωμένη χωρίς σχήμα θα βγω.

Απ' όλα τα χέρια που με ζύμωσαν.
Η μοναδική μου νίκη.

Εκείνη τη φόρμα την έφτυσα.


Photo: www.visualparadox.com

2.4.07

Ζήσε τη ζωή σου και μην ακούς κανέναν




''Ζήσε τη ζωή σου και μην ακούς κανέναν''.
Αυτά ήταν τα τελευταία λόγια που άκουσα από σένα.
Μ' ένα βιαστικό σημείωμα χάθηκες,
"δε φταίει κανείς''.
Πόσα τρομαγμένα πουλιά πετάχτηκαν στο βλέμμα σου;
Πόσες αλήθειες που δεν έμαθε κανείς;
Ποια τρέλα σε φυγάδευσε σ΄ αλλιώτικα κελιά;
Κι οι άλλοι είπαν "αντράκι'' ήσουν τελικά.

"Ζήσε τη ζωή σου και μην ακούς κανέναν"




Τα μάτια σου ανταριασμένες θάλασσες
που άφριζαν κατάματα τη θλίψη...

Κι εγώ εννιά χρόνια και σήμερα
ψάχνω τα κύματά σου...
Στιγμή μη σε ξεχάσω και χαθείς
Κάθε μέρα ταξιδεύω προς τα κει.
Πατέρα μου ζεις;;;
Κάθε μέρα ζω τη ζωή μου ακούγοντας εσένα.
Αντλώντας τ΄ αποθέματα που δε στερεύουνε ποτέ...
Γατί με γέμισες αγάπη και ψυχή και καλοσύνη.
Επειδή έτσι ήσουνα εσύ.
Πατέρα μου ζεις.

Οι μυγδαλιές

Φλεβάρης κι ανθίζουν οι μυγδαλιές.
Απλώνει η ψυχή μου αχλή στο δρόμο
που περπατώ…
Σκεπάζει τα βήματα και τις εικόνες,
αφήνοντας μόνο τις μυγδαλιές…
Άνοιξης προαναγγελία…φυσική…
Σπαρμένη στα τσιμέντα.
Σαν τη τσιμεντένια ζωή μας.
Αγριολούλουδο η ψυχή μας
Θέλει να το σκίσει… να πεταχτεί…
Ξεσκισμένο λουλούδι σε σκαμμένους δρόμους.
Μα εγώ κοιτώ τις μυγδαλιές.
Όχι γιατί ναι όμορφες.
Μα γιατί θάνατο κυοφορούν.

Κι εκεί…

Δίπλα στο μνήμα σου μια μυγδαλιά
Τρέφεται απ’ τα θρυμματισμένα σου κόκαλα.
Απέναντι ακριβώς, ψηλά στο λόφο
σε κοιτά η άλλη που της άφησες τη ζωή σου…
Τροφή στην ελπίδα.
Θανάτου αγγελία… φυσική.

Κάθε που κοιτώ τις μυγδαλιές
βλέπω ανθοστολισμένα
μνήματα…

22.3.07

Στον τελευταίο σου χρωματισμό


Περπατώ στο δρόμο που κάποτε κρυφά σε συναντούσα.
Μπροστά μου προβάλλει το εκκλησάκι.
Σαν άγια μνήμη κρεμιέται πάνω στη στροφή
και φυλάει στην αυλή του όλους τους έρωτες
που πρωτόλειοι στο χώμα του φιληθήκανε.
Οι χτύποι της καρδιάς μου συντονίζουνται.
Άτακτα βουίζουν τους θορύβους της σιωπής.
Τι γλυκό αεράκι που φυσάει!
Νιώθω την ανάσα του να μου ψιθυρίζει.
Σςςςςςς.
Κόπιασε κι εσύ.
Ξανά θα νιώσεις όπως τότε, που ήσουνα μικρή.
Και τούτα τα δέντρα.
Χρόνια ακροβατούν σ΄ένα γκρεμό.
Απλώνουνε τις ρίζες τους βαθιά στα
πετραδάκια της αγάπης και καρπίζουνε.
Σκορπούν αιώνια τα φύλλα της αθωότητας
που πήρανε.
Και τα κλαδιά τους κρέμουνται μαγεμένα
απ' το κάλεσμα του κενού.
Σςςςςςςςς!
Δες τον ήλιο που ξαπλώνει
στ' απέναντι βουνά.
Κάποτε λέγαμε θα ζήσουμε
στον τελευταίο του χρωματισμό
πριν εξαφανιστεί.
Μεταξύ δύσης κι εμφάνισης σκοταδιού.
Κάθε απόγευμα. Θα ζούμε.
Κάθε βράδυ. Θα πεθαίνουμε.
Πού είσαι τώρα εσύ; Ζεις;
Εγώ απόμεινα σε κείνα τα βράδια.
Πες μου πως τίποτα απ' το τώρα
δεν είν' αληθινό.
Λευτέρωσέ με.
Σε κείνο το πέρασμα,
στον τελευταίο σου χρωματισμό
σε περίμενα να ρθεις.

16.3.07

Πατώ στη γη...

Πατώ στη γη …
Ζώο ημερωμένο μαρμαρωμένων γητευτών.
Γρατζουνίζω τη μορφή τους ψάχνοντας τροφή.
Πεινάω μα δεν τους καταστρέφω.
Στρέφω τα δόντια και τρώω τη δική μου σάρκα.
Πατώ στη γη…
Απογυμνώνομαι με τρόμο μα χωρίς ντροπή σε μια σελίδα
που δεν ξέρω αν τσακίζεις, σκίζεις ή απλά την προσπερνάς.
Μια σελίδα που ερμηνεύεται αργότερα κατά το «πως ήρθαν τα γεγονότα».
Πατώ στη γη…
Άλλοτε ελαφριά να μην ταράζω τα πουλιά, άλλοτε άγαρμπα,
άλλοτε βαριά τα βήματά μου πληγώνουνε το χώμα.
Ξαφνικά τρέχω σαν αγριεμένη γαζέλα, λαχανιάζω και σκοντάφτω
μα... πάλι σηκώνομαι και τρέχω.
Ολάκερη η ζωή μου κρέμεται από τούτο το τρεχαλητό.

Πατώ στη γη…
Ιχνηλατώντας σ’ ερμηνεύω.
Δεν κρύβεις τα ίχνη σου, δεν τα σκεπάζεις, δεν τα καλύπτεις.
Η λογική μου ψάχνει τις παγίδες, το ένστικτο με οδηγεί μπροστά.
Πατώ στη γη.
Λαγουδάκι που όλο χοροπηδά. Κι εκείνο τρέχει. Πάλι τρέχει. Με τεντωμένα αυτιά.
Κι έρχεσαι εσύ, ανάβεις τους προβολείς.
Κοκαλώνω… Μαρμαρωμένη στέκω... Συγκλονίζομαι ολόκληρη.
Μαγνητισμένη παραδίνομαι. Σε κοιτώ με γουρλωμένα μάτια κι εσύ…
σβήνεις τους προβολείς.

Και τότε…
Τότε.
Φεύγω ψηλά παρασύροντας μαζί μου τη γη.
Γυρίζουμε μαζί σε μια δίνη γαλαξιακή που όλα τα ανατρέπει.
Τότε…
Δεν υπάρχει τίποτα άλλο.
Δε με νοιάζει τίποτα άλλο.
Ολάκερη η ζωή μου δίνεται σε τούτο το πέταγμα.
Εύκολο είναι να πετάει το πουλί. Λεύτερο.
Εύκολο είναι να ταξιδεύει η σκέψη παρέα με την ψυχή.
Μα εγώ πετώ με τη γη δεμένη στα πόδια μου.
Εκείνη με τραβάει προς τα κάτω κι εγώ αδιαφορώ για την κοσμοχαλασιά.
Με γνώση.
Πιο εύκολο είναι ν’ αγαπάς όταν σ’ αγαπούν.
Εύκολο είναι να αφήνεσαι όταν βρίσκεις αυτό που ζητάς.
Μα εγώ αγαπώ ψάχνοντας.
Ανιχνεύω, ερμηνεύω, κρίνω μα δεν κατακρίνω, τρέχω μα γυρίζω πίσω.
Κι αφήνομαι.
Με γνώση.

Ίσως κάποτε με δεις να πετάω. Ίσως όχι.
Ίσως κάποτε συναντηθούν οι τροχιές μας. Ίσως όχι.
Στο μεταξύ…
Ξέχασες να σβήσεις τους πίσω προβολείς.

13.3.07

Παραίτηση


Πάλι πρωί. Με βλέφαρα ανοιχτά.
Να κλείσουν αρνούνται.
Να ξορκίσουν το κακό.


Στροβιλίζομαι με πανικό.
Πού; Πού είσαι; Πώς θα σε βρω;

Πάλι πρωί.
Γκρίζες τρίχες στα μαλλιά μου μετρούνε
τα χρόνια που γέρασα χθες βράδυ.
Πόνος το κορμί μου πια δεν το ταράζει.
Μουδιασμένη η καρδιά σαν το μυαλό.
Παραίτηση. Η θλίψη μου φωνάζει.

Κενή.
Ο Μορφέας μου αρνείται την αγκαλιά του.
Τι με νοιάζει αν πάλι ξημερώνει.
Εδώ ο χρόνος δεν έχει πια αξία.
Τα στρογγυλά δισκία δε φέρνουν υπνηλία.
Ψέματα μου είπανε κι αυτά.
Μα δεν έχει σημασία.
Ο ύπνος εδώ δεν έχει αξία.

Μόνο αυτός ο κόμπος.
Να φύγει Θε μου αυτός ο κόμπος
που μου κρατάει τον αέρα!
Με σφίγγει, μου παγιδεύει την ανάσα.
Στην αγκαλιά σου έσβησα.
Ηρέμησα.


12.3.07

Αστεροτρόπιο

Κοιτώ τ’ αστέρια μα βλέπω το παρελθόν τους.
Αν ανήκεις σ’ εκείνο τ’ αστέρι δε σε βλέπω όπως είσαι σήμερα.
Μα αν η ψυχή σου είναι εκεί...
Εκεί! Εκεί ν’ ανήκεις....
Να τη βλέπω να λάμπει μέσα στο σκοτάδι.
Ν’ αντικατοπτρίζεται μέσα απ’ τα δικά μου μάτια να την κοιτάς κι εσύ.
Να μην ξεχνάς.
Τι βλέπω κάθε νύχτα και σ’ αγαπώ μάτια μου ακριβά.
Κάθε νύχτα σαν να 'ναι η πρώτη μου φορά.
Όπως κι αυτή η παραδοχή.
Σςςςς.... μη μιλάς.
Τίποτα δε ζητώ.
Μεταμορφώθηκα σ' αστεροτρόπιο μόνο για να σε βλέπω. Είδες; Όμορφο δεν είναι;
Ένα λουλούδι που γεννήθηκε για σένα.
Ανήκει σε σένα.
Για πόσο;
Δεν έχουν χρόνο οι ψυχές σαν συναντιούνται.
Ούτε τόπο.
Μόνο κυλάνε...πετάνε... κι ανοιγοκλείνουν.
Φτερά και πέταλα.