Σώμα μου
Σταμάτα να μου μιλάς.
Το ξέρω το δίκιο σου.
Τόσα χρόνια σε τιμωρώ
για εγκλήματα που δεν έκανες ποτέ.
Ανυπεράσπιστο σ’ άφησα
σε μυτερά παπούτσια που μπήχτηκαν
στις πληγές σου
σε δάχτυλα μέγγενη που ’σφιξαν το λαιμό σου
-ναι, το ξερα πως ποθούσαν το χαμό σου-
σ’ έδωσα βορά σε καταχρήσεις
σ’ άφηνα με μάτια ανοιχτά
ώρες που ’πρεπε να ναι σφαλισμένα
κλοτσηδόν σ’ έσπρωχνα να βρω τα όριά σου
για λίγο σ’ άφηνα να ξεκουραστείς
μέχρι ξανά να τα τεντώσω
κι αμίλητη να σε κλωτσάω πάλι να τα ξεπερνάς.
Ναι. Καταλαβαίνω την αγανάκτησή σου.
Μ’ αγαπάς όσο δε σ’ αγάπησα ποτέ
ήπια διαμαρτύρεσαι στην τιμωρία σου
σα να ’ξερες πω ήσουνα θυσία
για να σωθεί η ψυχή μου.
Τώρα σ’ ακούω που μου μιλάς.
Μ’ ακόμα δε μπορώ να με προστάζεις.
Αβάσταχτη μου ναι η προσταγή αγάπης.
Δεν έμαθα βλέπεις να μένω σ’ ό,τι μου προσφέρεται.
Ούτε διεκδικώ αυτό που χάνεται.
Δεν κυνηγώ αυτό που θέλω
ανοίγω μόνο σ’ ό,τι έρχεται.
Γι’ αυτό σου λέω.
Μη με προστάζεις.
Κλείσε μόνο από μέσα την πόρτα σ’ ό,τι θα ’ρθει.
Νιώσε την ορφάνια σου.
Ώσπου να γίνω δυνατή να σε υιοθετήσω
σαν νιώσω την ανάγκη να γίνω μάνα.
Μ’ ακούς; Την πόρτα κλείσε.
Μη μ’ αφήσεις να ψάξω το κλειδί.
Κρύψε το καλά.
Αν το βρω, στο λέω, θα σ’ αποτελειώσω.
Ναι. Εσύ καλά το ξέρεις.
Δε θέλω πια να γίνω μάνα.
7/5/2007
11.9.07
5.9.07
τ' αστρογονικό μου
Δε θυμάμαι αλήθεια σε ποια χιλιοπατημένα χαλίκια
έχασα τη σκόνη μου…
Κάπου σ’ εκείνες τις πατημασιές διαλύθηκαν και μ’ εγκατέλειψαν
Ανέβηκαν ξανά στο σύμπαν
σ’ εκείνο τα’ άστρο που κάποτε ήταν δικό μου
φτιαγμένο απ’ την ψυχόσκονη του σώματός μου.
Και κρύφτηκε.
Αλήθεια, δεν ήξερα γιατί μόνο νύχτα ζούσα…
Άγρυπνη πολλά βράδια κοίταζα τον ουρανό
Χωρίς να ξέρω τι ψάχνω…
Μόνο που νιωθα πως κάτι έλλειπε.
Όλες οι νύχτες συννεφιασμένες, ομιχλώδεις…
Τότε άρχισα ν’ ανοίγω διαδρόμους.
Αστεροδρόμια που φεγγαν.
Όλα αδιέξοδα.
Εκείνα μ’ οδηγούσαν
και με ξανάστελναν με βία πίσω.
Όλο και πιο κάτω.
Πιο κάτω… κι άλλο…
Τι ανεμογκάζια πάτησα
τι ψυχοπυραύλους εκτόξευσα
μ’ ενισχυμένους ψυχοανιχνευτές…
γύρισα στ΄απλά.
Έφτιαξα ένα τσίρκο με μόνη παράσταση
κάτι ελατήρια που μ’ εκσφενδόνιζαν ψηλά.
Πονούσαν με οι κουτουλιές.
Θλίψη κυρίεψε το άστρο μου γιατί δεν το ’βλεπα.
Δεν ξέρω αλήθεια ποιος σκέφτηκε τους μαγνήτες.
Τους ένιωσα να με τραβούν.
Σε λίγο…
σ΄ εκείνο το λίγο που ναι πολύ…
ένα άστρο έπεσε με φόρα διαλυμένο…
Η αστερόσκονή του με πλημμύρισε
στέγνωσε το αίμα που ’ταν χυμένο.
Ναι. Η δική μου ψυχόσκονη.
Τ΄ αστρογονικό μου…
Ξαναγίναμε ένα…
έχασα τη σκόνη μου…
Κάπου σ’ εκείνες τις πατημασιές διαλύθηκαν και μ’ εγκατέλειψαν
Ανέβηκαν ξανά στο σύμπαν
σ’ εκείνο τα’ άστρο που κάποτε ήταν δικό μου
φτιαγμένο απ’ την ψυχόσκονη του σώματός μου.
Και κρύφτηκε.
Αλήθεια, δεν ήξερα γιατί μόνο νύχτα ζούσα…
Άγρυπνη πολλά βράδια κοίταζα τον ουρανό
Χωρίς να ξέρω τι ψάχνω…
Μόνο που νιωθα πως κάτι έλλειπε.
Όλες οι νύχτες συννεφιασμένες, ομιχλώδεις…
Τότε άρχισα ν’ ανοίγω διαδρόμους.
Αστεροδρόμια που φεγγαν.
Όλα αδιέξοδα.
Εκείνα μ’ οδηγούσαν
και με ξανάστελναν με βία πίσω.
Όλο και πιο κάτω.
Πιο κάτω… κι άλλο…
Τι ανεμογκάζια πάτησα
τι ψυχοπυραύλους εκτόξευσα
μ’ ενισχυμένους ψυχοανιχνευτές…
γύρισα στ΄απλά.
Έφτιαξα ένα τσίρκο με μόνη παράσταση
κάτι ελατήρια που μ’ εκσφενδόνιζαν ψηλά.
Πονούσαν με οι κουτουλιές.
Θλίψη κυρίεψε το άστρο μου γιατί δεν το ’βλεπα.
Δεν ξέρω αλήθεια ποιος σκέφτηκε τους μαγνήτες.
Τους ένιωσα να με τραβούν.
Σε λίγο…
σ΄ εκείνο το λίγο που ναι πολύ…
ένα άστρο έπεσε με φόρα διαλυμένο…
Η αστερόσκονή του με πλημμύρισε
στέγνωσε το αίμα που ’ταν χυμένο.
Ναι. Η δική μου ψυχόσκονη.
Τ΄ αστρογονικό μου…
Ξαναγίναμε ένα…
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)