14.5.07

Γιατί αν είσαι...

Δεν ξέρω αν θέλω να είσαι αυτός που φαντάζομαι.
Γιατί αν είσαι...
Θα 'σαι δυνατή φωτιά που δε θα με ζεστάνει.
Θα με κάψει...
Δεν ξέρω αν θέλω να είσαι αυτός που ονειρεύομαι.
Γιατί αν είσαι...
Θα 'σαι αητόπουλο που το τουφέκισε η θλίψη
κι αργοπεθαίνει.
Δεν ξέρω αν θέλω να είσαι όπως σε κρίνω.
Γιατί αν είσαι...
Είσαι ορμή που βύζαξε δαγκώνοντας τη σκέψη
κι έχει ματώσει.
Δεν ξέρω αν θέλω να είσαι όσο σε θέλω.
Γιατί αν είσαι...
Θα 'σαι τυφώνας στο μάτι του κυκλώνα
Θα με σαρώσει.
Δεν ξέρω αν θέλω να είσαι αυτός που θ' αγαπήσω.
Γιατί αν είσαι...


Είσαι το χέρι που διακόπτει τ' οξυγόνο της ψυχής σου
να μη βρωμίζει...
Δεν ξέρω αν θέλω να είσαι αυτός που είσαι.
Γιατί αν είσαι...
Θα είσαι ό,τι φαντάστηκα, αυτό που ονειρεύτηκα,
όσα σε έκρινα, όσο σε ήθελα κι ό,τι αγάπησα.

Γιατί αν είμαι εγώ...
το άλλο σου μισό

θέλω να είσαι αυτός που είσαι
.

7.5.07

Σαν απαντώ

Μη με σταματάς.
Πάνω που άρχισα ν' ανοίγομαι.
Στα βάθη της σκέψης μου ζαλίζομαι.
Δεν ξέρω ακόμα τι υπάρχει.
Ποια μυρωδιά, ποια λέξη τ' ανεβάζει,
ποιο μείγμα τα μεταλλάσσει
σαν απαντώ,
ένα ελαφρύ ανατρίχιασμα,
διστακτικού φιλιού μειδίαμα.
Κι ύστερα;
Κι ύστερα βροχή.
Όλα τα παρασέρνει.
Στο χείμαρρο αφήνομαι.
Ανάλαφρα με φέρνει,
αβίαστα μ' αποθέτει,
στ' ακρογιάλι.
Γλιστρώ και κρύβομαι στο κέλυφος
εκείνης που ξεγελάστηκε και βγήκε.
Παραμονεύω.
Θα βουτήξω; Θα μείνω;
Μη με σταματάς.
Εκεί σε περίμενα.
Να βουτήξω ήθελα,
στο βυθό της να στροβιλίζομαι,
ξανά να ανεβαίνω!
Με τ' άκουσμά σου, μια λέξη σου.
Σιωπή; Νοηματική των δαχτύλων σου;
Δεν έμαθα να βλέπω.
Ν' ακούω μόνο, χαμένη είμαι!
Μη με σταματάς.
Με βλέπεις; Εκεί θα μείνω.
Στο κέλυφος το σάπιο που βρήκες.
Δε θα με βρεις ξανά
αν με σταματήσεις.
Συρρικνώνομαι.
Να μου μιλήσεις.
Δε βλέπω πια, ακούω μόνο.
Βλέπεις εσύ μα δε μιλάς.
Σιωπώ κι εγώ...

13-2-2006

2.5.07

Να πιάσουμε το Μάη

Τα βλέφαρα κλειστά, γυρνοβολάει το σώμα
στο μονό κρεβάτι.
Η καρδιά χτυπάει δυνατά μ' αργεί να ξημερώσει.
Πού να κλείσω μάτι, πώς να κοιμηθώ
Σα ν' άκουσα αεράκι να σηκώνει...
Θα βρέξει;
Θεούλη μου σε παρακαλώ... σφάλισε τον ουρανό!
Νυχοπατώντας βγαίνω στην αυλή.
Σα να 'πιασε κρύο.
Ξαναγυρνώ στο κρεβάτι μου.
"
Πώς μπορείς εσύ να κοιμάσαι;
Ξύπνα! Θα βρέξει...
Δε θα πιάσουμε το Μάη...
Κι η μάνα μας ξενύχτησε το βράδυ
να ετοιμάσει όλα τούτα
"...
Κλείνει τα μάτια και ξανακοιμάται.
Όταν ξημέρωσε μάλλον κοιμήθηκα κι εγώ.
Κανείς δε μας ξύπνησε το πρωί...
Βρέχει.
"Ε και; Έλα μπαμπά, σε λίγο θα σταματήσει.
Του μίλησα εγώ του Θεού, θα δεις!"

Η γειτονιά στο πόδι.
Κάποιοι τολμηροί ήδη κατεβαίνουν
να πιάσουν τα χωράφια.
Γεμάτες οι καρότσες με παιδιά...
Έφτασε δώδεκα για να βγει ο ήλιος.
που στέγνωσε τα δάκρυά μας
κι αναγάλλιασε την καρδούλα μας.
Τρία αυτοκίνητα τελικά κατηφορίσαμε.
Μ' απαντήσαμε κι άλλους κει δα.
Στενάξανε οι ελιές απ' τα τραγούδια.
Λύγισαν τα κλαδιά απ' τις αυτοσχέδιες κούνιες...
Και παιχνίδια... Ποιος είν' ο δολοφόνος...
Ένας - ένας πέφταμε ξεροί απ' τον αητομάτη...
Μύρισε ο τόπος κάρβουνο και κρασί...
Πίναμε κι εμείς κλεφτά απ' το άγρυπνο βλέμμα της μαμάς...
Γελούσανε οι μπαρμπάδες απ' τη σκανταλιά
κάτω απ' τα μουστάκια τους...
"Δεν ήκαμες αγόρια Γιώργη, μα δε σου χρειάζουνται θαρρώ!"
Κοντά οι θειάδες να πλέκουν όμορφα
τα στεφάνια
με τα λουλούδια που μαζεύαμε σα μελισσάκια τριγύρω...
Τρυπιόμασταν κι εμείς με τις βελόνες...
Μας αφήσανε να μείνουμε και με τα κοντομάνικα.
Εμείς καλά περάσαμε. Ξεσαλώσαμε.
Κι οι μεγάλοι... γελάσανε κι αυτοί.


Δε μίλησε κανείς για αίμα που χύθηκε...
Το μάθαμε αργότερα.
Κι αλλάξανε οι μυρωδιές του Μαγιού.



28/4/2006